Μπορούν τα Συμπεριφορικά Οικονομικά να βελτιώσουν τη χάραξη οικονομικής πολιτικής;

Μπορούν τα Συμπεριφορικά Οικονομικά να βελτιώσουν τη χάραξη οικονομικής πολιτικής;

Του Nicolás Maloberti*

Οι στρατηγικές που βασίζονται στα Συμπεριφορικά Οικονομικά - οι παρωθήσεις ή νυγμοί (nudges) - συμβάλλουν σήμερα στον σχεδιασμό πολιτικών σε πεδία που κυμαίνονται ενδεικτικά από την παχυσαρκία, τη φορολογική συμμόρφωση, το κάπνισμα, τη χρήση ενέργειας, την προστασία του καταναλωτή, την κατάχρηση φαρμακευτικών ουσιών, τις αποταμιεύσεις για τη συνταξιοδότηση, και τη δωρεά οργάνων.

Σε ό,τι αφορά την ψήφο, οι προτάσεις για παρωθήσεις ως επί το πλείστον περιορίζονται στην αύξηση της συμμετοχής. Πιστεύω όμως ότι θα έπρεπε να κάνουμε ένα ακόμη βήμα και να αναλογιστούμε τη χρήση κάποιων από τις ιδέες των Συμπεριφορικών Οικονομικών για να βελτιώσουμε τα εκλογικά αποτελέσματα. Να κάποιες ιδέες για να ξεκινήσει ο διάλογος.

Οι τρεις πρώτες προτάσεις μου αφορούν φορολογικά ζητήματα. Πολλοί από μας μπορεί να βλέπουμε αρνητικά τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων υπέρ ενός εκτεταμένου και κοστοβόρου κράτους. Το ερώτημα όμως που πρέπει να θέσουμε είναι το εξής: πρόκειται για γνήσιες προτιμήσεις ψηφοφόρων ή για ένα απλό προϊόν της μεθόδου πληρωμής που χρησιμοποιούμε;

Η πρώτη πρόταση αφορά την εξάλειψη της παρακράτησης φόρου (στο Ηνωμένο Βασίλειο, του συστήματος ΡΑΥΕ). Δεν πρόκειται για κάποια πρωτότυπη πρόταση. Η άνοδος όμως των Συμπεριφορικών Οικονομικών προσφέρει ένα πολύ ισχυρό θεμέλιο υπέρ της αναθεώρησής της. Ουσιαστικά, η παρακράτηση φόρου μειώνει την εικόνα του κόστους των κρατικών πολιτικών εμποδίζοντας την ανάπτυξη στους ψηφοφόρους της ψυχολογικής αίσθησης ιδιοκτησίας επί του μέρους των αμοιβών τους που παρακρατείται. Έτσι η “προκατάληψη αποφυγής απώλειας” ακυρώνεται. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι ο Δημοτικός Φόρος (Council Tax) είναι ένας από τους πιο αντιδημοφιλείς φόρους στη Βρετανία, μολονότι αντιστοιχεί σε ένα μικρό ποσοστό της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης. Ο Δημοτικός Φόρος είναι ένας από τους λίγους φόρους που δεν παρακρατούνται. Αντιθέτως οφείλουμε να τον καταβάλλουμε από τους τραπεζικούς μας λογαριασμούς και έτσι, από χρήματα που ήδη έχουμε και τα θεωρούμε “δικά μας”.

Η δεύτερη πρότασή μου αφορά τη διανομή αναλυτικών φορολογικών λογαριασμών (αντί των αποδείξεων ή των δηλώσεων φόρων). Οι αναλυτικοί λογαριασμού που θα απαιτούν άμεση δράση θα συλλαμβάνουν τον περιορισμένο χρόνο και την προσοχή των φορολογούμενων και θα παρακάμπτουν την τάση τους για αναβλητικότητα. Αυτοί οι λογαριασμοί μπορούν επίσης να επιτρέψουν στους φορολογουμένους να καταλήξουν σε μια καλύτερη κατανόηση των δικών τους προτεραιοτήτων σε ό,τι αφορά τις δημόσιες πολιτικές, επιτρέποντάς τους να αναγνωρίσουν το κόστος ευκαιρίας κάθε πολιτικής τόσο σε ό,τι αφορά άλλες πολιτικές που θα ήθελαν να δουν να εφαρμόζονται όσο και σε ό,τι αφορά τη δική τους ιδιωτική κατανάλωση και αποταμίευση.

Λίγες αμφιβολίες υπάρχουν ως προς το ότι οι πολιτικοί προτιμούν να βασίζονται στο χρέος έναντι των φόρων λόγω της χαμηλότερης φανερότητας του κόστους που επιβάλλουν στους ψηφοφόρους τους. Για να το διορθώσουμε αυτό, η τρίτη μου πρόταση αφορά τη διανομή μιας ειδοποίησης δημόσιου χρέους στους φορολογούμενους. Για τους ίδιους όμως λόγους που προτείνω τους φορολογικούς λογαριασμούς, η ειδοποίηση δημόσιου χρέους πρέπει επίσης να λειτουργεί και ως λογαριασμός για τον τόκο που πληρώνουμε γι’ αυτό. Ο διαχωρισμός των πληρωμών τόκων που καταβάλλονται επί του δημόσιου χρέους από τις υπόλοιπες κατηγορίες δημοσίων δαπανών θα μειώσει τα κίνητρα των πολιτικών να βασίζονται σε ελλειμματικές δαπάνες για να μειώσουν την εικόνα του κόστους του κράτους. Θα συμβάλει επίσης στην καλύτερη κατανόηση από πλευράς των ψηφοφόρων της κατανομής των ευθυνών μεταξύ της εκάστοτε υπηρετούσας κυβέρνησης και των προηγουμένων.

Στις αγορές, όπου οι πάροχοι δεν έχουν κίνητρο να διορθώσουν τις προκαταλήψεις των καταναλωτών και να παράσχουν πλήρη πληροφόρηση (όπως για τα αποταμιευτικά προγράμματα) η υποχρέωση αποκάλυψης πληροφοριών είναι μια από τις συχνές πολιτικές για την προστασία των καταναλωτών και την ελαχιστοποίηση των αρνητικών κοινωνικών συνεπειών. Οι αναλυτικοί φορολογικοί λογαριασμοί και οι ειδοποιήσεις χρέους θα λειτουργούν ως αποκάλυψη πληροφοριών ως προς το συνολικό κόστος και την κατανομή των κρατικών δαπανών.

Ωστόσο, δεν χρεώνονται όλα τα κόστη του κράτους στους φορολογούμενους με τη μορφή φόρων και χρέους. Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε τα πιθανά οφέλη μιας ετήσιας παροχής πληροφόρησης για τις πολιτικές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πρόταση προϋπολογισμού του Προέδρου, που συνήθως υποβάλλεται κατά την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου, περιλαμβάνει λεπτομερειακές πληροφορίες ως προς τις προτάσεις για τις δαπάνες και τα έσοδα για το φορολογικό έτος που ξεκινά την 1η Οκτωβρίου, καθώς και προτάσεις πολιτικής και πρωτοβουλίες με σημαντικές δημοσιονομικές συνέπειες. Τον Μάρτιο, το μη κομματικό Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου δημοσιεύει μια ανάλυση των δημοσιονομικών προτάσεων του προέδρου. Η ανάλυση αυτή θα μπορούσε να συνιστά την κύρια πηγή της ουσίας της πληροφόρησης που θα περιλαμβάνεται στην ετήσια ενημέρωση για τις πολιτικές προς τους ψηφοφόρους. Θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει εκτιμήσεις του ιδιωτικού κόστους πολιτικών όπως για παράδειγμα τυχόν νέες διατάξεις για την απασχόληση.

Από μόνη της, αυτή η πληροφόρηση για τις πολιτικές πιθανότατα θα έχει περιορισμένα αποτελέσματα στην πλειονότητα των ψηφοφόρων λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος, περιορισμένης προσοχής και της πιθανότητας οι πληροφορίες αυτές να ανατρέψουν τις πεποιθήσεις τους και τις συναισθηματικές τους δεσμεύσεις.  Ας αναλογιστούμε λοιπόν τα πιθανά οφέλη μιας τελικής πρότασης: μια εκταμιεύσιμη φορολογική πίστωση για πολιτική ικανότητα, που θα χορηγείται στη βάση μιας κάποιας εξέτασης των ατόμων ως προς τη γνώση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις ανακοινώσεις πολιτικής.

Αυτές οι φορολογικές πιστώσεις θα παρέχουν ένα ιδιωτικό όφελος που συνδέεται με την επένδυση ενός ατόμου να μειώσει την πολιτική του άγνοια, αλλά αυτό είναι ανεξάρτητο από τα συλλογικά εκλογικά αποτελέσματα επί των οποίων το άτομο δεν έχει έλεγχο. Η φορολογική πίστωση για την πολιτική γνώση μπορεί να συμβάλλουν στην ενίσχυση της σημερινής ασθενούς κοινωνικής νόρμας ως προς το κατά πόσο θεωρείται απαράδεκτο να ψηφίζει κανείς βάσει προκαταλήψεων και χωρίς πληροφόρηση.

Περιμένω ότι αυτές οι προτάσεις θα εγείρουν πολλά ερωτήματα και κριτικές που αξίζει να εξεταστούν. Σε ένα άρθρο μου στο τεύχος Ιουνίου του Economic Affairs, του περιοδικού του ΙΕΑ, επιχειρώ να απαντήσω σε κάποιες από τις πιο πιεστικές τέτοιες κριτικές.

*O Nicolás Maloberti είναι διακεκριμένο στέλεχος του Liberty Fund.

**To άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Ιουνίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.