Ο ανανάς του ενός δολαρίου είναι ένα σύγχρονο θαύμα του παγκόσμιου εμπορίου
Shutterstock
Shutterstock

Ο ανανάς του ενός δολαρίου είναι ένα σύγχρονο θαύμα του παγκόσμιου εμπορίου

Γράφει η Laura Williams* 

Κάποιες φορές το χρόνο, το τοπικό μου παντοπωλείο διαφημίζει πως πουλά ολόκληρους, φρέσκους ανανάδες για 99 σεντς. Μάλλον, το ίδιο συμβαίνει και στο δικό σας παντοπωλείο. Κάθε φορά που βλέπω να συμβαίνει αυτό, δεν μπορώ παρά να εντυπωσιάζομαι για την πρόοδο της ανθρωπότητας. 

Ο ανανάς δεν είναι κάτι το νέο. Καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά από τους λαούς των Μάγια και των Αζτέκων στη Νότια και Κεντρική Αμερική, πριν από χιλιετίες. Οι Taíno έφεραν τους ανανάδες μαζί τους όταν μετανάστευσαν στην Καραϊβική, γύρω στο 250 μ.Χ. Οι Ευρωπαίοι και οι Βορειοαμερικανοί δεν πρόλαβαν να δοκιμάσουν αυτή τη χρυσή λιχουδιά μέχρι τον αποικισμό και την Κολομβιανή ανταλλαγή, με τον παγκόσμιο ανασχηματισμό των καλλιεργειών και των κουζινών. Μέσα στο σύντομο αυτό διάστημα είδαμε τα τρόφιμα του Νέου Κόσμου να φτάνουν στα ευρωπαϊκά έθνη που θα τα υιοθετούσαν τόσο φανατικά που δεν μπορούμε να φανταστούμε την εναλλακτική: Οι Ιρλανδοί πήραν τότε τις πρώτες τους πατάτες, και οι Ιταλοί τις πρώτες τους ντομάτες

Όταν οι ανανάδες εισήχθησαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, ήταν εκπληκτικά ακριβοί. Αποστέλλονταν από την Καραϊβική, χωρίς το πλεονέκτημα της ψύξης, ήταν πολύ ευπαθείς και μελάνιαζαν εύκολα. Ένας ανανάς μπορεί να κόστιζε τότε έως και 8.000 δολάρια (σε σημερινά δολάρια). 

Οι ανανάδες τις περισσότερες φορές ενοικιάζονταν με την ώρα - τόσο σπάνιοι, ακριβοί και πολύτιμοι ήταν. Δίνονταν ως δώρα σε σημαντικούς ανθρώπους και χρησιμοποιούνταν ως κεντρικά διακοσμητικά στοιχεία για πολυτελή δείπνα ή άλλες εκδηλώσεις, όπου οι επισκέπτες θα μπορούσαν να θαυμάσουν την εξωτική τους παραξενιά. Οι άνθρωποι κουβαλούσαν τους ανανάδες μαζί τους ως έναν φανταχτερό τρόπο επίδειξης της κοινωνικής τους θέσης ή τους σκάλιζαν σε περίτεχνα σχήματα. Ήταν υπερβολικά πολύτιμοι για να φαγωθούν. Μόνο όταν η σάρκα είχε πλέον παραωριμάσει, αφού το φρούτο είχε ενοικιαστεί πολλές φορές, μπορούσε κανείς να δοκιμάσει πραγματικά τον καρπό. 

Τα πιάτα, τα υφάσματα, τα έπιπλα και η αρχιτεκτονική σύντομα άρχισαν να διακοσμούνται με μοτίβα ανανά, τόσο στενά συνδεδεμένο ήταν το φρούτο αυτό με τον πλούτο και την πολυτέλεια. Επειδή ένας ανανάς στο τραπέζι του δείπνου έδειχνε ότι η οικοδέσποινα δεν είχε νοιαστεί για τα έξοδα, το χαρακτηριστικό του σχήμα εμφανιζόταν συχνά σε αντικείμενα για τους καλεσμένους (κολώνες κρεβατιού, πετσέτες χεριών, κηροπήγια, εξώπορτες), συμβολίζοντας ένα γαλαντόμο καλωσόρισμα. 

Κάποιος λιγότερο ευκατάστατος λάτρης των φρούτων μπορούσε να δοκιμάσει προϊόντα ανανά, τα οποία διατηρούνταν σε πιο σταθερή μορφή κοντά στην ισημερινή τους φυτεία. Ο κρυσταλλωμένος ή αποξηραμένος ανανάς και το λικέρ από ανανά άρχισαν να μπαίνουν στα βιβλία μαγειρικής της μεσαίας τάξης. 

Στην εύκρατη Ευρώπη, η καλλιέργεια ανανά ήταν περισσότερο ένα ελιτίστικο χόμπι παρά μια αληθινή αγροτική πρακτική. Οι πρώτες προσπάθειες χρειάστηκαν τεράστια προσπάθεια και έξοδα για να παραχθούν έστω και ελάχιστοι ανανάδες ανά εποχή. Τεράστια θερμοκήπια, θερμαινόμενα από σόμπες, χρειάστηκαν για την παραγωγή ενός και μόνο δείγματος στον Κήπο του Τσέλσι το 1723. Οι κηπουροί του παλατιού στη Βερσαλλία μπόρεσαν να παράγουν ένα δείγμα δέκα χρόνια αργότερα. Μέσα στα επόμενα 70 χρόνια, διάφοροι Άγγλοι αριστοκράτες θα έχτιζαν γυάλινα θερμοκήπια (pineries) στα κτήματα τους στην επαρχία, τα περισσότερα με περιορισμένη επιτυχία ως προς την πραγματική καλλιέργεια των φρούτων. 

 Η παραγωγή ανανά στις αρχές του 18ου αιώνα μεταφέρθηκε σε φυτείες της Τζαμάικας, που εκείνη την εποχή τις διεκδικούσε η Βρετανία, όπου οι σκλάβοι Αφρικανοί καλλιεργούσαν και μάζευαν τα φρούτα υπό σκληρές συνθήκες. 

Η παραγωγή στο επιχειρηματικό επίπεδο πέτυχε επίσης στη Χαβάη, με το κόστος παραγωγής να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα λόγω της φθηνότερης γης και του εργατικού δυναμικού, και τα δύο με τίμημα για τους ντόπιους της Χαβάης. Έφτασαν μετανάστες από την Ευρώπη και την Ασία, πρόθυμοι να φυτέψουν και να μαζέψουν φρούτα για εξαγωγή. 

Ο ανανάς δεν συνεχίζει να ωριμάζει ή να αποκτά γλυκύτητα μετά τη συλλογή του, όπως και κάποια άλλα φρούτα, και το να τα γίνει η συγκομιδή όσο ο ανανάς είναι ακόμη πράσινος (για να μπορέσει να αντέξει το ταξίδι) έχει ως αποτέλεσμα κατώτερη γεύση. Η μείωση του απαιτούμενου χρόνου για το ταξίδι της μεταφοράς επέτρεψε σε μεγαλύτερο ποσοστό των φρούτων να φτάσει σε μεγάλες αγορές υπό συνθήκες πώλησης, δίνοντας σε ορισμένες τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένης της Χαβάης, ένα πρόσθετο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. 

Όπως ήταν αναμενόμενο, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα κάποιοι, μεταξύ των οποίων και πολλές εταιρίες, προσπάθησαν να φέρουν την τεχνολογία αιχμής της κονσερβοποίησης εκεί όπου φύτρωναν οι ανανάδες. Έτσι, επιτέλους, οι ανανάδες μπορούσαν να παραδοθούν σε σχεδόν φρέσκια μορφή χωρίς υψηλά ποσοστά ζημιάς και αλλοίωσης. Ωστόσο, ο υψηλός δασμός στις ΗΠΑ για τα προϊόντα της Χαβάης εμπόδισε τις κονσερβοποιίες αυτές από το να αποκομίσουν κέρδη. Οι πρωτοπόρες αυτές εταιρίες αναδιπλώθηκαν, μία προς μία. 

Το 1898, οι ΗΠΑ προσάρτησαν τη Χαβάη και λίγο μετά έφτασε ένας 22χρονος επιχειρηματίας ονόματι Τζέιμς Ντολ. Ο Ντολ εγινε επιτυχημένος καλλιεργητής ανανά, αλλά υπό τις συνθήκες εκείνες ήταν δύσκολο να μην γίνει. Αυτό που τον έκανε τον «Βασιλέα του Ανανά» ήταν η μηχανοποίηση του ξεφλουδίσματος και της επεξεργασίας (υποτίθεται ότι οι μηχανές του μπορούσαν να επεξεργαστούν 100 ανανάδες το λεπτό) καθώς και μια πιο ευνοϊκή εμπορική σχέση με τις ΗΠΑ από ό,τι απολάμβαναν οι προκάτοχοί του. 

Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, η Χαβάη κυριάρχησε τόσο πολύ στην αγορά (και συγκεκριμένα στο μάρκετινγκ ανανά) που τώρα η λέξη «χαβανέζικο» λειτουργεί ως συντομογραφία του «περιλαμβάνει ανανά». Στο απόγειό της, η Χαβάη προμήθευε το 80% του ανανά στον κόσμο - σήμερα αυτός ο αριθμός είναι κάτω από 10%. Η Dole Food Company παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς ανανά στον κόσμο, αλλά η αρχική φυτεία έχει γίνει ένα τουριστικό αξιοθέατο με θέμα τον ανανά. Είναι η δεύτερη τοποθεσία με τις περισσότερες επισκέψεις σε μια πολιτεία όπου ο τουρισμός είναι η κορυφαία βιομηχανία - το πιο δημοφιλές αξιοθέατο είναι το μνημείο του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου στο Περλ Χάρμπορ. 

Τα τελευταία 20 χρόνια, η παραγωγή ανανά έχει μετακινηθεί σε περιοχές που προσφέρουν τον απαιτούμενο συνδυασμό εξαιρετικού κλίματος και λογικού κόστους: Κόστα Ρίκα, Ινδονησία, Ταϊλάνδη και Φιλιππίνες. Αν και οι μισθοί στις φυτείες φαίνονται χαμηλοί σε ορισμένους, η γεωργία και η μεταποίηση ανανά είναι γενικά η καλύτερη επιλογή για όσους επιλέγουν να εργαστούν σ’ αυτά (κάτι που δεν ισχύει βέβαια για το παρελθόν της αποικιοκρατίας και της σκλαβιάς, όπου – αντιθέτως απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς - ο ανανάς ήταν πολύ πιο ακριβός). 

Το εμπόριο ανανά είναι πλέον έντονα βιομηχανοποιημένο. Χημικές ουσίες που ωριμάζουν τα φρούτα - οι ίδιες που εκπέμπουν οι ώριμες μπανάνες - προστίθενται στις καλλιέργειες μια εβδομάδα πριν από τη συγκομιδή. Τα εμπορευματοκιβώτια μεταφοράς με ψύξη σε πλοία, αεροπλάνα και φορτηγά επιτρέπουν την παράδοση ολόκληρων ανανάδων φρέσκων, σε όλο τον κόσμο, με μικρή απώλεια από μώλωπες ή σήψη. Τα παντοπωλεία πουλάνε πολλούς ολόκληρους, φρέσκους ανανάδες, ανανάδες χωρίς πυρήνα και έτοιμους προς κατανάλωση, προϊόντα σε κονσέρβα και αποξηραμένα. Αν θέλετε να γευτείτε ανανά σήμερα, σχεδόν οπουδήποτε στον κόσμο, μπορείτε να τον αγοράσετε για λιγότερο από ένα δολάριο. 

Οι ανανάδες ήταν κάποτε ένα είδος υπερπολυτελείας, το οποίο (μέσω ενός συνδυασμού βελτίωσης των βιομηχανικών διεργασιών, της εξειδίκευσης και μετεγκατάστασης σε περιοχές με οριακά πλεονεκτήματα στην καλλιέργεια ανανά) έχει γίνει προσβάσιμο σχεδόν σε όλους. Κάθε φορά που οι πιο εμβληματικές πολυτέλειες των περασμένων αιώνων γίνονται συνηθισμένες και προσιτές, οφείλουμε να ευχαριστήσουμε την εξειδίκευση και τις καινοτομίες της αγοράς. 

* Η Laura Williams  διδάσκει στρατηγική επικοινωνίας σε προπτυχιακούς φοιτητές και στελέχη. Είναι ένθερμη υπέρμαχος της κριτικής σκέψης, των ατομικών ελευθεριών, και του Oxford comma. 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 28 Μαΐου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.