Ο δρόμος προς τη δουλεία είναι στρωμένος από συντηρητικούς

Ο δρόμος προς τη δουλεία είναι στρωμένος από συντηρητικούς

Γράφει η  Veronique de Rugy*

Τα τελευταία δέκα χρόνια έβλεπα με έκπληξη το συντηρητικό κίνημα να εξελίσσεται σε μια παράξενη πτέρυγα προοδευτισμού - ειδικά σε ό,τι αφορά τα οικονομικά ζητήματα. Ενώ κάποτε οι συντηρητικοί τουλάχιστον μιλούσαν για περιορισμένη κυβέρνηση, δημοσιονομική σύνεση και προσωπική ευθύνη, τώρα αδιαφορούν για το μέγεθος της κυβέρνησης και τη δημοσιονομική υπευθυνότητα.

Ζητούν όλο και περισσότερο την αύξηση της πίστωσης φόρου για τα παιδιά, καθολικό βασικό εισόδημα και άδεια μετ' αποδοχών που θα τακτοποιήσει και θα εξασφαλίσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Πολλοί συντηρητικοί πλέον ασπάζονται επίσης περήφανα τους δασμούς, την υπερδραστήρια αντιμονοπωλιακή πολιτική και τη βιομηχανική πολιτική (επικαλούμενοι, φυσικά, την ανάγκη να «πολεμήσουν» την Κίνα).

Οι συντηρητικοί - ή τουλάχιστον οι πιο ενεργοί πολιτικά απ’ αυτούς - επιστρέφουν στη μορφή που είχε το κίνημα τους κατά τη δεκαετία του 1920 (Βλ. το βιβλίο του Matt Continetti, The Right: The 100 years war for American Conservatism). Δεν αντιλήφθηκα αυτή η αναστροφή όσο συνέβαινε, εν μέρει επειδή μετακόμισα στο Ηνωμένες Πολιτείες το 1999 και μέχρι πρόσφατα αγνοούσα σε μεγάλο βαθμό την ιστορία του συντηρητικού κινήματος - και το πώς τα τελευταία σαράντα χρόνια ήταν περισσότερο μια εξαίρεση παρά ο κανόνας.

Φοβάμαι ότι αυτή η πρόσφατη τάση είναι μόνο η αρχή. Δεν θα περάσει πολύς καιρός πριν η πλατφόρμα των συντηρητικών να γίνει μια πλήρης εκδοχή του μεγάλου κράτους, των μεγάλων επιχειρήσεων και των μεγάλων συνδικάτων. Είναι αποκαρδιωτικό.

Είναι δύσκολο να μην αναρωτηθεί κανείς αν το κίνημα της ελευθερίας αποτυγχάνει σήμερα να ακολουθήσει τα βήματα του Χάγιεκ, του Φρίντμαν και άλλων μεγάλων υπερασπιστών της ελευθερίας του 20ού αιώνα. Είναι σημαντικό σήμερα να αναγνωρίσουμε ότι στα περισσότερα μέτωπα οι προκλήσεις που αντιμετώπισαν τα μέλη της πρώτης και δεύτερης γενιάς της Mont Pelerin Society ήταν, αν μη τι άλλο, μεγαλύτερες από αυτές που αντιμετωπίζουμε εμείς οι υπερασπιστές της ελευθερίας σήμερα.

Άλλωστε, οι άνθρωποι το 1947 – ή ακόμα και το 1987 – δεν μπορούσαν, όπως μπορούμε σήμερα, να αναφερθούν στην πραγματική κατάρρευση των σοσιαλιστικών κρατών ως απόδειξη των κινδύνων του κολλεκτιβισμού. Και όμως ο Χάγιεκ και οι ομόλογοί του μας άφησαν έναν κόσμο που αποδεχόταν περισσότερο το ελεύθερο εμπόριο και την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ακόμα κι αν αυτές οι φιλελεύθερες πολιτικές δεν ήταν η αρχικώς προεπιλεγμένη θέση.

Ίσως, ένας πιο αισιόδοξος τρόπος να δει κανείς την τρέχουσα κατάσταση είναι να εμπνευστεί από εκείνους που αγωνίστηκαν για έναν πιο κλασικό φιλελεύθερο κόσμο σε μια εποχή που τα πράγματα έμοιαζαν ιδιαίτερα ζοφερά. Αντί να απελπιζόμαστε, να κινητοποιηθούμε από την πρόκληση. Αλλά αυτό εγείρει το ερώτημα ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος όχι απλώς να διαφυλάξουμε τη φλόγα της ελευθερίας αλλά να τη διαδώσουμε. Δεν ξέρω ποια είναι τα επόμενα βήματα. Είμαι ανοιχτή στις προτάσεις σας.

Ο ιδιωτικός τομέας συνεχίζει να προσφέρει καινοτομία, ανάπτυξη και ευρεία ευημερία. Αλλά σήμερα, λίγοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν ότι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς είναι αυτό που επιτρέπει να συμβούν αυτά τα υπέροχα πράγματα και ότι, αν και φυσικά είναι ατελές (συχνά επειδή υπονομεύεται από κυβερνητικές παρεμβάσεις), οι οποιεσδήποτε εναλλακτικές θα ήταν πολύ χειρότερες.

Πώς δίνει κανείς τη μάχη των ιδεών όταν τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς που φιλοξενούν εμάς που παράγουμε και εφαρμόζουμε αυτές τις ιδέες; Έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής μου ζωής παράγοντας έργο για να δείξω ότι τα επιχειρήματα υπέρ των κρατικών παρεμβάσεων είναι αβάσιμα.

Για παράδειγμα, σε αυτό το νέο άρθρο που συνέγραψα με τον Chuck Blahous, ασκούμε κριτική στη νέα πρόταση των συντηρητικών η Κοινωνική Ασφάλιση να χρησιμοποιείται για την παροχή επιδομάτων αδειών μετ' αποδοχών. Δείχνουμε, ξανά, όλους τους λόγους για τους οποίους πρόκειται για μια πολύ κακή ιδέα. Φυσικά, πιστεύω ότι αυτού του είδους το έργο είναι σημαντικό, καθώς μιλάμε για σοβαρές προτάσεις που εισήχθησαν στο Κογκρέσο και υποστηρίζονται από έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συντηρητικών. Υπάρχει όμως καλύτερος τρόπος;

Σε αυτό το νέο άρθρο, ο Gary Leff και εγώ υποστηρίζουμε ότι την επόμενη φορά που οι νομοθέτες θα μπουν στον πειρασμό να διασώσουν αεροπορικές εταιρείες διακηρυκτικά για να διασφαλίσουν ότι θα είναι έτοιμες όταν ανοίξει ξανά η οικονομία, το κοινό θα πρέπει να θυμάται τα πραγματικά, δυσάρεστα αποτελέσματα της πιο πρόσφατης τέτοιας διάσωσης. Αλλά το Κογκρέσο δεν θα αλλάξει την απάντησή του εκτός και αν αλλάξουμε τα κίνητρα που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί κατά την επόμενη έκτακτη ανάγκη. Πώς θα το κάνουμε αυτό; Μετά από τόσα χρόνια, ακόμα δεν ξέρω.

Ίσως είναι πιο αποτελεσματικό να προσφέρουμε ένα όραμα για το πώς μοιάζει ένας φιλελεύθερος (libertarian) κόσμος. Αυτό κάνει ο Aaron Powell σε αυτό το βιβλίο που επιμελήθηκε. Το συνιστώ. Νομίζω ότι αυτή η προσέγγιση περιγράφει επίσης πολλά στοιχεία από τη δουλειά του πρώην αρθρογράφου της EconLog, Bryan Caplan. Εμπνέει τον αναγνώστη προσφέροντας ένα όραμα για το πώς θα έμοιαζε ένας κόσμος χωρίς κρατικές επιχορηγήσεις στην ανώτατη εκπαίδευση, ένας κόσμος με σε μεγάλο βαθμό ανοιχτά σύνορα και με ριζικά λιγότερους περιορισμούς στην κατασκευή κατοικιών.

Ο Δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας του Fraser Institute προσφέρει ένα τέτοιο όραμα, γιατί είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος απεικόνισης του πώς μοιάζουν οι χώρες με λιγότερη οικονομική ελευθερία σε σύγκριση με αυτές με μεγαλύτερη ελευθερία. Η Έκθεση Οικονομικής Ελευθερίας του Κόσμου για το 2022 δημοσιεύθηκε σήμερα. Όλες οι χώρες έχουν υποχωρήσει ως προς την οικονομική ελευθερία, χάρη στις υπερβολικές τους πολιτικές για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά οι ΗΠΑ στην πραγματικότητα υποχώρησαν ακόμη περισσότερο σε σχέση με άλλες χώρες. Η αξιολόγηση των ΗΠΑ μειώθηκε δύο φορές περισσότερο σε σχέση με τη μέση μείωση παγκοσμίως. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ελευθερίας των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.

Η κατακλείδα είναι ότι, ενώ είμαι συνήθως αισιόδοξη, βρίσκομαι ολοένα και περισσότερο να ανησυχώ και να αναρωτιέμαι τι κάναμε λάθος και τι να κάνουμε στη συνέχεια.

--

*Η Veronique de Rugy είναι διακεκριμένη ερευνήτρια στο Mercatus Center στο George Mason University και αρθρογράφος στο πρακτορείο Creators.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Σεπτεμβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.