Ο φιλελευθερισμός και το laissez-faire στο έργο του Albert Schatz, Οικονομικός και Κοινωνικός Ατομισμός

Ο φιλελευθερισμός και το laissez-faire στο έργο του Albert Schatz, Οικονομικός και Κοινωνικός Ατομισμός

Του Pierre Lemieux

Ο Albert Schatz (1879-1940) ήταν καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ντιζόν στη Γαλλία. Το βιβλίο του L’Individualisme économique et social. Ses origines, son évolution, ses formes contemporaines (Οικονομικός και Κοινωνικός Ατομισμός: Οι απαρχές, η εξέλιξή του και οι σύγχρονες μορφές του) του 1907 βασίζεται σε ένα μάθημα με θέμα Ιστορία των Οικονομικών Δογμάτων που έκανε δίδαξε σε διδακτορικούς φοιτητές. Στόχος του, εξήγησε, ήταν να προσφέρει μια σύνθεση πολλών σπουδαίων και ποικίλων έργων με θέμα τον ατομισμό. Δεν ήταν πολύ γνωστός, ακόμη και στη Γαλλία, και το βιβλίο του δεν μεταφράστηκε ποτέ.

Ο Σατς και ο Χάγιεκ

Στη διάλεξή του με τίτλο “Individualism: True and False” (Ατομισμός: Αληθής και Ψευδής) του 1945, ο Φρίντριχ Χάγιεκ διέκρινε ανάμεσα στον “αληθή ατομισμό” των Άγγλων και Σκωτσέζων φιλελευθέρων της παράδοσης του Ντέιβιντ Χιουμ και του Άνταμ Σμιθ, ο οποίος βασίζεται στην ιδέα της αυθόρμητης τάξης, και στον “ψευδή ατομισμό” της ηπειρωτικής και ρασιοναλιστικής παράδοσης (των Φυσιοκρατών, του Ρουσσώ, των Εγκυκλοπαιδιστών και άλλων), ο οποίος, όπως  υποστήριξε, οδηγεί αντιθέτως στον σοσιαλισμό. Σ’ αυτό το άρθρο, ο Χάγιεκ εξυμνεί το βιβλίο του Αλμπέρ Σατς “στο οποίο” αναφέρει “οφείλω πολλά”.

Ο Σατς και ο Χάγιεκ μοιράζονται πολλές ιδέες. Ο Σατζ, όπως και ο Χάγιεκ, δηλώνει ότι υπερασπίζεται την εμπειριστική και αντι-ρασιοναλιστική εκδοχή του κλασικού φιλελευθερισμού: “Η αυθόρμητη τάξη των κοινωνιών απαντά σε λογικές που η Λογική δεν γνωρίζει”, γράφει. Και οι δύο βλέπουν τις υποκειμενικές ιδέες ως κοινωνικά δεδομένα που καθοδηγούν τις ατομικές δράσεις. Και οι δύο ασκούν κριτική στην “κοινωνική δικαιοσύνη”. Και οι δύο απορρίπτουν τον κοινωνικό κονστρουκτιβισμό και τα ρασιοναλιστικά “φυσικά δικαιώματα”. Ο Σατς μιλά για “την κενή έννοια των ‘φυσικών δικαιωμάτων’” που η σχολή των Φυσιοκρατών του 18ου αιώνα και πολλοί Γάλλοι του 19ου αιώνα υπερασπίζονταν.

Οι δύο στοχαστές όμως διαφέρουν περισσότερο απ’ ό,τι φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση. Ο ατομισμός τους δεν είναι ο ίδιος “αληθής” ατομισμός. Μολονότι και οι δύο αντιλαμβάνονται την κοινωνία ως ένα σύνολο ατόμων και συμφωνούν ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από τα άτομα για να κατανοήσουμε την κοινωνία (μεθοδολογικός ατομισμός), ο Σατς προσθέτει άλλες ατομιστικές αρχές ηθικής. Φαίνεται να υιοθετεί έναν απλό ωφελιμισμό των πράξεων σε αντίθεση με τον ωφελιμισμό των κανόνων του Χάγιεκ. Ένα παράδειγμα των διαφορών του είναι ότι ο Σατς περιλαμβάνει στην ατομιστική παράδοση πολλούς στοχαστές που ο Χάγιεκ τοποθετεί στην όχθη του ψευδούς ατομισμού, όπως τον Herbert Spencer (1820-1903) ή τον John Stuart Mill (1806-1873).

Ο Σατς αποκαλεί τον Μιλλ “τον πραγματικό εκπρόσωπο του οικονομικού ατομισμού” και “πνεύμα του ατομισμού”. Αντιθέτως, ο Χάγιεκ τοποθετεί τον Μιλλ στις απαρχές του κλάδου του κλασικού φιλελευθερισμού που εξελίχθηκε στον σοσιαλισμό. Κατηγορεί τον Μιλλ για τον ρασιοναλισμό και τον κονστρουκτιβισμό του στην αντίθεσή του ως προς τους συμβατικούς κανόνες και στις προτάσεις του για αναδιανεμητικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (βλ. The Fatal Conceit, University of Chicago Press, 1988). Ο Χάγιεκ επικρίνει τον Μιλλ για τις σοσιαλιστικές του τάσεις, ενώ ο Σατς ανακηρύσσει τη θεωρία δικαιοσύνης του Μιλλ “ασύμβατη με τον σοσιαλισμό”.

Ο φιλελευθερισμός στη Γαλλία

Ο Σατς επικεντρώνει σε μια ακόμη διανοητική διάσχιση, αυτή του γαλλικού κλασικού φιλελευθερισμού. Υποστηρίζει ότι ο Frédéric Bastiat (1801-1850) και η σχολή του “ορθόδοξου φιλελευθερισμού” του 19ου αιώνα που βασίζεται σε μια θεώρηση της οικονομικής αρμονίας αντίστοιχη της θείας πρόνοιας, μετατράπηκε σε μια αίρεση που απαξίωσε τον οικονομικό φιλελευθερισμό στη Γαλλία. Είναι αλήθεια πως ο Bastiat, παρά το ταλέντο του στην εκλαΐκευση των οικονομικών, δεν συνέβαλε στην εξέλιξη της γνώσης. Έτσι, υποστηρίζει ο Σατς, ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχασε τη θέση του έναντι ενός ευρύτερη ρεύματος πολιτικού φιλελευθερισμού και ατομισμού, που εκπροσωπείται από τον Alexis de Tocqueville (1805-1859) ή τον Benjamin Constant (1767-1830) και από θεωρητικούς του καθαρού ατομισμού.

Ο Σατς προσφέρει μια ενδιαφέρουσα εξήγηση ως προς το γιατί η ανάπτυξη των οικονομικών εμποδίστηκε στη Γαλλία. Το σύστημα των γαλλικών πανεπιστημίων, όπως δημιουργήθηκε από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στις αρχές του 19ου αιώνα προέβλεπε μόνο τέσσερις σχολές: Νομική, Ιατρική, Φιλολογία, και Επιστήμες. (Γι’ αυτό και ο Σατς ήταν καθηγητής σε Νομική Σχολή). Δεν υπήρχε χώρος για νέα επιστημονικά αντικείμενα όπως η Πολιτική Επιστήμη που βρήκε καταφύγιο στη Νομική ή σε εξειδικευμένες επαγγελματικές σχολές. Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα. Το αποτέλεσμα, γράφει ο Σατς, ήταν ότι “οι Γάλλοι οικονομολόγοι ήταν πολιτικοί, τραπεζίτες, δημοσιογράφοι, φιλάνθρωποι, αλλά όχι καθηγητές”.

Μπορεί κανείς να υποστηρίξει εύλογα ότι ο Σατς απορρίπτει του Γάλλους οικονομολόγους του laissez-faire πολύ εύκολα. Ένας χαρακτηριστικός εκπρόσωπός τους, ο Charles Dunoyer (1786-1862), υποστήριξε τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στο πεδίο της εξειδίκευσής του, την ασφάλεια (αστυνομία, δικαιοσύνη, εθνική άμυνα). Ο Gustave de Molinari απέρριπτε ακόμη και αυτή τη λειτουργία και έγινε έτσι ο πρώτος αναρχοκαπιταλιστής οικονομολόγος. Για τον Σατς, αυτές οι αντι-κρατικιστικές ιδέες “υπερβαίνουν τα όρια της κοινής λογικής” μολονότι δεν κατανοεί πλήρως τα επιχειρήματα του Μολιναρί. Εν πολλοίς, ο Σατς ήταν ένας φιλελεύθερος μετριοπαθής.

Η ατομιστική θεωρία

Παρ’ όλα αυτά, είναι ίσως σωστό να πούμε ότι οι κλασικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι αντικαταστάθηκαν στον γαλλικό δημόσιο διάλογο από θεωρητικούς του ατομισμού, οι οποίοι, όπως ο Μιλλ υπογράμμιζαν ότι η ελευθερία δεν είναι μόνο ένα εργαλείο για την ατομική ανάπτυξη. Πέρα από τους εκπροσώπους του πολιτικού φιλελευθερισμού όπως ο Τοκβίλ και ο Κονστάν, ο Σατς περιλαμβάνει στη χορεία του ατομισμού ένα μεγάλο εύρος στοχαστών. Πολλοι ήταν περισσότερο συντηρητικοί απ’ ό,τι κλασικοί φιλελεύθεροι όπως ο ιστορικός και κριτικός Hippolyte Taine (1828-1903). Ακόμη πιο αμφιλεγόμενος είναι ο ιστορικός Ernest Renan (1823-1892).

Τα επιχειρήματα του Σατς για την συμπερίληψη του Herbert Spencer στην ατομιστική σχολή είναι πειστικότερα. Μολονότι ο Σπένσερ ξεκίνησε την ανάλυσή του από μια οργανιστική θεώρηση της κοινωνίας, έφτασε σε μια υποστήριξη των ατομικών δικαιωμάτων. Συνειδητοποίησε ότι τα “κύτταρα” του κοινωνικού οργανισμού δεν είναι χωρίς νόηση όπως τα αντίστοιχα ενός βιολογικού οργανισμού. Ο Σατς αναδεικνύει λιγότερο γνωστούς θεωρητικούς του ατομισμού όπως τον Gabriel Tarde (1843-1904) και τον Georges Palante (1862-1925): μολονότι αυτοί δήλωναν αντιφιλελεύθεροι, υποστηρίζει, ήταν κοντά στον οικονομικό φιλελευθερισμό.

Ο Σατς ακόμη εξετάζει τις θεωρίες εκκεντρικών ατομιστών αναρχικών όπως του Pierre-Joseph Proudhon (1809-1865) και του Max Stirner (1806-1856). Θεωρεί τις ιδέες αυτών των ατομιστών αναρχικών ως ιδέες “παραφρόνων” (στα γαλλικά déments). Αν αγνοήσουμε την “κληρονομική εμπειρία” των κοινωνιών και τον προστατευτικό ρόλο του κράτους, πίστευε ότι θα φέρουμε ξανά τον χομπσιανό πόλεμο όλων εναντίον όλων.

Το τελευταίο κεφάλαιο του L’Individualisme économique et social υποστηρίζει ότι ο ατομισμός διαχωρίζεται σε δύο επιμέρους εκδοχές. Η συνήθης μορφή, ο δημοκρατικός ατομισμός, είναι αδιάκριτος από τον κλασικό φιλελευθερισμό της αγγλοαμερικανικής παράδοσης. Η άλλη εκδοχή είναι ο “αριστοκρατικός ατομισμός”, που απορρίπτει την ιδέα της “φυσικής ισότητας”, αποδέχεται την ανισότητα ως δεδομένο της φύσης και στοχεύει στη μεγαλύτερη δυνατή ατομική ανάπτυξη δεδομένων των ικανοτήτων του κάθε προσώπου. Έτσι θα προκύψει μια φυσική ελίτ ή αριστοκρατία που θα αποτελείται από “ισχυρές ατομικότητες” και θα ασκήσει την επιρροή της επί των πιο αδύναμων ατόμων προς το οικονομικό και ηθικό όφελος όλων. Η ελεύθερη κυκλοφορία των ελίτ θα διασφαλίσει ότι οι παρακμάζουσες από αυτές θα αντικαθίστανται από νέες, όπως εξηγεί ο κοινωνιολόγος και οικονομολόγος Wilfredo Pareto (1848-1923). Ο ίδιος ο Σατς τοποθετείται στην αριστοκρατική πλευρά του ατομισμού.

Αυτό που έχει σημασία στον αριστοκρατικό ατομισμό είναι τα άτομα και όχι οι ομάδες ή οι τάξεις. “Δεν υπάρχει ανώτερη τάξη” γράφει ο Georges Palante, “μόνο ατομικές ανωτερότητες”. Ο αριστοκρατικός ατομισμός δεν έχει καμία σχέση με το είδος της φυλετικής ανωτερότητας που υπερασπίζεται ο by Thomas Carlyle (1795-1881) στη Σκωτία ή ο Joseph-Arthur de Gobineau (1816-1882) στη Γαλλία. Σε ό,τι αφορά τους κύριους θεωρητικούς του αριστοκρατικού ατομισμού, ο Σατς ονοματίζει τον Ernest Renan στη Γαλλία, τον φιλόσοφο Friedrich Nietzsche (1844-1900) στη Γερμανία και τον θεατρικό συγγραφέα Henrik Ibsen (1828-1906) στη Νορβηγία. Ο Ίψεν υποστήριξε ότι η πλειοψηφία έχει πάντα άδικο καθώς υπάρχουν περισσότεροι ανόητοι από ευφυείς άνθρωποι και ότι το κράτος ισοδυναμεί με λατρεία του πλήθους. Οι θεωρητικοί του αριστοκρατικού φιλελευθερισμού μισούσαν το κράτος. 

Ο Χάγιεκ δεν θα μπορούσε να συμφωνεί με αυτές τις θεωρίες του αριστοκρατικού ατομισμού που είναι ρασιοναλιστικές, συνήθως ατομιστικές και σε μεγάλο βαθμό αγνοούν την αυθόρμητη τάξη της κοινωνίας. Δεν αντιστοιχούν στον “αληθή ατομισμό” του Χάγιεκ. Δεν είναι σαφές πώς ο Ρενάν, που ήταν εθνικιστής και αντισημίτης θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί στον φιλελεύθερο ατομισμό. Ο πολύ ευρύς ορισμός του ατομισμού του Σατς έχει τα ελαττώματά του.

Ο Σατς, άνθρωπος του 19ου αιώνα, πίστευε ότι ο σοσιαλισμός ήταν ο κύριος, αν όχι ο μόνος εχθρός. Δεν απείχε πολύ από το να πιστεύει πως οτιδήποτε μη σοσιαλιστικό ήταν καλό. Έγραψε πως ο ατομισμός και ο σοσιαλισμός ήταν “τα δυό ευρέα και θεμελιωδώς αντιτιθέμενα δόγματα”, οι “δύο τάσεις του ανθρώπινου πνεύματος”. Από τη δική μας οπτική, πάνω από έναν αιώνα μετά, η πραγματικότητα διαφέρει κάπως. Ο κολλεκτιβισμός - η προκατάληψη υπέρ των συλλοντικών έναντι των ατομικών επιλογών - είναι το πραγματικό αντίθετο του ατομισμού, και όχι ο σοσιαλισμός. Και βρίσκουμε πολύ κολλεκτιβισμό σε πρακτικές και δόγματα που δεν ισχυρίζονται πως είναι σοσιαλιστικά. Αρκεί μια ματιά στις πολιτικές διαμάχες στην Αμερική. 

Ο φόβος του laissez-faire

Ένα παράδειγμα μιας κολλεκτιβιστικής πολιτικής την οποία υποστηρίζουν τόσο οι συντηρητικοί, όσο και οι σοσιαλιστές είναι ο προστατευτισμός. Μιλώντας για την ελευθερία της διεξαγωγής διεθνούς εμπορίου, ο Φυσιοκράτης Guillaume-François Letrosne (1728-1780) είχε μια σαφώς ατομιστική προσέγγιση: “Θέλουμε αυτή την ελευθερία πλήρη, ολική, αναφαίρετη, πάντα και παντού. Δεν θέλουμε μόνο τις εξαγωγές ελεύθερες, θέλουμε ολική ελευθερία. Πριν από αυτόν ο Μαρκήσιος d’Argenson, μια μορφή του Διαφωτισμού, είχε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους είναι αδύνατο για το κράτος να ελέγξει αποτελεσματικά το εμπόριο. Στα απομνημονεύματά του, διατύπωσε το περίφημο μόττο ““Laissez faire, morbleu! Laissez faire” (το “morbleu” είναι ένα γαλλικό επιφώνημα που αρχικά σήμαινε “μα τον θάνατο του Θεού”).

Το “Laissez faire” ή “laissez-nous faire” (“αφήστε μας να πράξουμε”) ήταν η απάντηση που ένα έμπορος ονόματι Legendre φημολογείται ότι έδωσε αργότερα στον υπουργό Οικονομικών του Λουδοβίκου ΙΔ’ Jean-Baptiste Colbert, ο οποίος τον είχε ρωτήσει τι θα μπορούσε να κάνει ο βασιλιάς για να βοηθήσει το εμπόριο. Το “laissez faire” είναι μια προστακτική που σημαίνει αφήστε μας ελεύθερους. Το ουσιαστικό που παράγεται είναι το “laissez-faire”. Μερικές φορές όμως γράφεται ως “laisser-faire,” το οποίο, κατ’ αναλογία προς το “laisser-aller” εκφράζει μια στάση αταξίας. Είναι χαρακτηριστικό της επιφυλακτικότητας του Σατς ως προς το laissez-faire που υπερασπίζονταν οι Γάλλοι οικονομολόγοι του 18ου και 19ου αιώνα, το γεγονός ότι αφού εξηγεί την προέλευση της ορθής έκφρασης “laissez-faire”, χρησιμοποιεί στη συνέχεια την μάλλον υποτιμητική έκφραση “laisser-faire”.

Ο Σατς δεν έχει αναγκαστικά άδικο να πιστεύει ότι κάποιες κρατικές παρεμβάσεις μπορούν να δικαιολογηθούν σε ένα θεωρητικά ελάχιστο κράτος. Εξάλλου, ακόμη και ο Robert Nozick υπερασπίζεται την επανορθωτική αναδιανομή ή την υποχρεωτική ασφάλιση έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (βλ το έργο του Anarchy, State, and Utopia, 1974). Όμως ο συγγραφέας του L’Individualisme économique et social αποτυγχάνει να εξηγήσει την αποδοκιμασία του έναντι του laissez-faire και το πού ακριβώς πρέπει να σταματά η κρατική παρέμβαση. Υποστηρίζει ότι η κρατική παρέμβαση είναι ζήτημα σκοπιμότητας. Ο Χάγιεκ θα υποστήριζε ότι είναι ζήτημα αρχών - αρχών παραδοσιακών και μη ρασιοναλιστικών ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση αρχών. Ο Σατς πιστεύει μάλιστα και ότι ο ρόλος του σύγχρονου κράτους πρέπει να επεκταθεί με φυσικό τρόπο. Γιατί και πώς;

Με άλλα λόγια, ο Σατς υποτιμά τα επιχειρήματα υπέρ του laissez-faire στην κλασική φιλελεύθερη παράδοση, και αναπληρώνει μόνο εν μέρει αυτή την υποτίμηση υπογραμμίζοντας την ηθική αξία του ατόμου. Αυτά τα ζήτημα φυσικά είναι περίπλοκα, και ο Σατς δεν είχε το πλεονέκτημα της πρόσβασης σε όσα έχουμε μάθει τον τελευταίο αιώνα. Το γεγονός και μόνο ότι αυτό το βιβλίο μας οδηγεί να αναλογιστούμε αυτά τα ζητήματα με τη βοήθεια πολλών μεγάλων στοχαστών αποτελεί τεκμήριο του ενδιαφέροντός του.

--

Ο Pierre Lemieux είναι οικονομολόγος στο Τμήμα Διοικητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ στο Outaouais. 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Ιουνίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.