Ο Μπάιντεν γυρίζει το ρυθμιστικό και αντιμονοπωλιακό πλαίσιο 100 χρόνια πίσω

Ο Μπάιντεν γυρίζει το ρυθμιστικό και αντιμονοπωλιακό πλαίσιο 100 χρόνια πίσω

Μεγάλο μέρος των μεγάλων μέσων ενημέρωσης φαίνεται να βλέπουν με ενθουσιασμό το εκτελεστικό διάταγμα του Προέδρου Τζο Μπάιντεν με το οποίο ενισχύεται περαιτέρω το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με κάποια πρωτοσέλιδα, το διάταγμα θα “αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις καταχρήσεις από τις επιχειρήσεις” (Reuters), θα “ενισχύσει οριζόντια τον ανταγωνισμό” (CNBC), θα καταστείλει τις “αντί-ανταγωνιστικές οικονομικές πρακτικές” (CBS News) και θα σηματοδοτήσει μια “επίθεση εναντίον των μονοπωλίων” (Politico).

Ένας τίτλος της Washington Post ήταν ο πιο ειλικρινής καθώς χαρακτήριζε το διάταγμα “μια μάχη που θα κρίνει ποιος έχει την εξουσία επί της οικονομίας των ΗΠΑ”. Spoiler alert: Δεν θα κερδίσουν οι καταναλωτές.

Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του, οι πολιτικές του Μπάιντεν δεν θα αυξήσουν τον ανταγωνισμό ή την καινοτομία και δεν θα προστατεύσουν καταναλωτές ή εργαζόμενους. Αντιθέτως, θα γύρουν την οικονομία προς την πλευρά των μεγαλύτερων επιχειρήσεων μέσω του βαρύτερου κρατικού ελέγχου.

Τι λέει το διάταγμα;

Το εκτελεστικό διάταγμα έχει ως στόχο μια “Ανταγωνιστική Πολιτική για Ολόκληρο το Κράτος” (Whole-of-Government Competition Policy) μέσω της συγκέντρωσης των “προσπαθειών της ομοσπονδιακής κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της υπερβολικής συγκέντρωσης, των μονοπωλιακών πρακτικών και του μη δίκαιου ανταγωνισμού” υπό το νεοσυσταθέν Συμβούλιο Ανταγωνισμού του Λευκού Οίκου (White House Competition Council) που θα αποτελείται από υπουργούς και επικεφαλής ανεξάρτητων φορέων (όταν αυτοί θα προσκαλούνται να συμμετάσχουν). Ο σκοπός του Συμβουλίου είναι να συντονίσει και να προάγει τις απόψεις του Προέδρου σχετικά με τον ανταγωνισμό και το ρυθμιστικό πλαίσιο.

Η Ars Technica ορθά χαρακτηρίζει το εκτελεστικό διάταγμα ως έναν “κυκεώνα” δρέσεων που περιλαμβάνουν νέες ρυθμίσεις στους σιδηροδρόμους, την τιμολόγηση των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, τις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων, τις τράπεζες, την επεξεργασία του κρέατος, και τις συγχωνεύσεις τεχνολογικών επιχειρήσεων. Το διάταγμα περιλαμβάνει οδηγίες σε υπουργεία που μπορεί να ελέγξει ο Πρόεδρος, όπως τα Υπουργεία Αγροτικής Παραγωγής και Εμπορίου. Κατά τα άλλα όμως καλεί λίγο-πολύ ανεξάρτητους φορείς - όπως την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (Federal Trade Commission - FTC) και την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (Federal Communications Commission - FCC) - να σεβαστούν τις επιθυμίες του Προέδρου.

Πώς θα επηρεάσουν οι πολιτικές του διατάγματος την ευρυζωνικότητα;

Σε ό,τι αφορά το ευρυζωνικό διαδίκτυο, το διάταγμα επιδιώκει την επαναφορά των ρυθμίσεων της εποχής Ομπάμα για την ουδετερότητα του διαδικτύου για τους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου, την εμπόδιση “άδικων ή μη εύλογων” τελών πρόωρου τερματισμού συμβολαίου για ευρυζωνικές συνδέσεις, τον έλεγχο του τρόπου με τον οποίο οι πάροχοι ευρυζωνικού διαδικτύου προσφέρουν υπηρεσίες πληροφόρησης στους καταναλωτές, και την υποχρέωση αναφοράς τιμών από πλευράς των ευρυζωνικών παρόχων στην FCC.

Είναι απογοητευτική η πιθανή επιστροφή της διαδικτυακής ουδετερότητας - μιας αποτυχημένης ιδέας της οποίας οι οικονομικές θεωρίες είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητίσιμες και της οποίας τα αποτελέσματα, σύμφωνα με εμπειρικές έρευνες, πλήττουν σχεδόν τους πάντες εκτός ίσως από κάποιες μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες και τη βιομηχανία των υποστηρικτών της διαδικτυακής ουδετερότητας. Όμως η συμπερίληψη της διαδικτυακής ουδετερότητας στο διάταγμα δεν εκπλήσσει καθώς ο πατέρας αυτού του όρου, ο καθηγητής δικαίου Tim Wu, είναι σήμερα οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου.

Το διάταγμα προβλέπει την εντονότερη ρύθμιση της τιμής του ευρυζωνικού διαδικτύου, εξέλιξη που θα υπονομεύσει τις επενδύσεις και τον ανταγωνισμό. Το ενδιαφέρον που καταδεικνύεται στο διάταγμα για τον έλεγχο των τιμών βασίζεται σε εσφαλμένα δεδομένα από ένα άρθρο ενός επιστημονικού περιοδικού δικαίου - που απ’ ό,τι φαίνεται ποτέ δεν ελέγχθηκαν από οικονομολόγο - ότι οι τιμές του ευρυζωνικού διαδικτύου είναι υπερβολικές. Ο συγγραφέας μπερδεύει την αμφίβολη συσχέτιση με την αιτιότητα, υποστηρίζοντας ότι οι τιμές του ευρυζωνικού διαδικτύου είναι υψηλότερες σε αγορές με λιγότερους παρόχους λόγω της ισχύος της αγοράς. Στην πραγματικότητα, αν υποθέσουμε ότι τα δεδομένα του άρθρου είναι ακριβή, οι υψηλότερες τιμές και οι λιγότεροι πάροχοι οφείλονται στο γεγονός ότι σε κάποιες περιοχές της χώρας είναι ακριβότερη η παροχή ευρυζωνικού διαδικτύου απ’ ό,τι σε άλλες. Ο συγγραφέας του άρθρου και ο Λευκός Οίκος παραβλέπουν τα δεδομένα που καταδεικνύουν ότι η απορρύθμιση των τιμών ευρυζωνικού διαδικτύου στις ΗΠΑ ενθάρρυναν τις επενδύσεις δικτύων, τους συνδρομητές και τη μείωση των τιμών.

Πώς επηρεάζουν οι πολιτικές του διατάγματος τις μεγάλες (και τις μικρές) τεχνολογικές εταιρίες;

Το διάταγμα διατυπώνει αόριστα μια επιθυμία για λεπτομερέστερη εξέταση των συγχωνεύσεων και τη μετατροπή του FTC σε ένα σώμα που θα ορίζει κανόνες όπως η FCC ώστε να περιορίζεται η συλλογή δεδομένων από τις τεχνολογικές εταιρίες και να ελέγχεται ο τρόπος με τον οποίο οι ιστοσελίδες ηλεκτρονικού εμπορίου αναπτύσσουν και πωλούν τα δικά τους προϊόντα λιανικής. 

Όπως έχω εξηγήσει, ο μεγαλύτερος έλεγχος των συγχωνεύσεων θα οδηγήσει σε λιγότερες νεοφυείς επιχειρήσεις και λιγότερη καινοτομία, καθώς μερικές φορές ο σκοπός μιας νεοφυούς είναι να αγοραστεί από μια καθιερωμένη εταιρία. Χωρίς αυτές τις εξαγορές, πολλά σημαντικά προϊόντα μπορεί να μην υπήρχαν σήμερα. Για παράδειγμα, ο Earle Dickson εφηύρε το Band-Aid για να το χρησιμοποιεί η γυναίκα του. Η επιχειρηματική ανάπτυξη δεν ήταν το ισχυρό του σημείο, και γι’ αυτό έδωσε την εφεύρεσή του στον εργοδότη του, τη Johnson & Johnson η οποία του έδωσε μια προαγωγή και έφερε το προϊόν σε κάθε νοικοκυριό. Σε ό,τι αφορά τον κλάδο της τεχνολογίας, προϊόντα όπως το Disc Operating System της Microsoft, το Microsoft Word, το ποντίκι της Apple και το Instagram της Facebook αναπτύχθηκαν αλλού καο έγινα επιχειρηματικές επιτυχίες μέσω εταιριών που διέθεταν την αναγκαία δυναμική. 

Οι περιορισμοί στη συλλογή δεδομένων και την ανάπτυξη προϊόντων λιανικής θα έχει παρόμοιες επιπτώσεις. Δεν θα πρέπει να ανεχόμαστε την απάτη και την παραπλάνηση στη συλλογή δεδομένων, αλλά η συλλογή τους από χρήστες που εθελούσια επιτρέπουν στις τεχνολογικές εταιρίες να καταγράφουν τη συμπεριφορά τους δεν θα πρέπει να περιοριστεί. Οι εταιρίες και οι χρήστες θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να εμπλέκονται σε σχέσεις τις οποίες και τα δυο μέρη θεωρούν αμοιβαίως επωφελείς (καθώς και πωλητές - τρίτα μέρη που χρησιμοποιούν μια πλατφόρμα για να πωλούν τα προϊόντα τους). Εφόσον οι πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου είναι ειλικρινής σε ό,τι αφορά την συλλογή δεδομένων, οι πολίτες – τρίτα μέρη και οι καταναλωτές μπορούν να αναλύουν κόστος και όφελος και να αποφασίζουν αν θα τις χρησιμοποιήσουν.

Το συμπέρασμα

Η προσέγγιση του Μπάιντεν στις ρυθμίσεις και τα μέτρα εναντίον του μονοπωλίου θυμίζουν το λαϊκίστικο κίνημα που εκδηλώθηκε πριν από ένα αιώνα και τροφοδότησε την εκδοχή του Louis Brandeis ως προς την αντιμετώπιση των μονοπωλίων - μιας σε μεγάλο βαθμό περιπτωσιακής προσέγγισης που βασιζόταν στην ιδέα ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι και κακές και ενθάρρυνε την ανάδυση του ρυθμιστικού κράτους. Όπως έχω γράψει, η περισσότερη ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες εταιρίες και λιγότερες πετυχημένες νεοφυείς. Έτσι, αν ο πρόεδρος Μπάιντεν θέλει πραγματικά περισσότερο ανταγωνισμό, θα πρέπει να δώσει έμφαση στην μείωση του κρατικού ελέγχου των αγορών και των επιχειρήσεων.

--

Ο Mark Jamison είναι επισκέπτης ερευνητής στο American Enterprise Institute, με πεδίο ειδίκευσης την επίδραση της τεχνολογίας στην οικονομία και τις τηλεπικοινωνίες, καθώς και τα ζητήματα της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών. Είναι καθηγητής, και διευθυντής στο Public Utility Research Center στο Warrington College of Business του Πανεπιστημίου της Φλόριντας.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Ιουλίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης