Ο πληθωρισμός και τα δημόσια οικονομικά

Ο πληθωρισμός και τα δημόσια οικονομικά

Γράφει ο Michael Wickens*

Ο πληθωρισμός, και οι συνέπειες στο χρέος από την ανακούφιση των επιπτώσεών του, κυριαρχούν επί του παρόντος στους τίτλους των εφημερίδων. Η ειρωνεία είναι ότι τα δημόσια οικονομικά είναι ένας από τους κύριους ωφελούμενους του πληθωρισμού. Στο άρθρο μου «How might the United Kingdom’s debt–GDP ratio be reduced? Evidence from the last 120 years» (Πώς μπορεί να μειωθεί ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου; Στοιχεία από τα τελευταία 120 χρόνια) στο Economic Affairs, εξηγώ πώς ο πληθωρισμός ήταν συνήθως ο κύριος παράγοντας στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

Την περίοδο 1946-1990 σημειώθηκε τεράστια πτώση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, από 283% σε μόλις 29%. Ο πληθωρισμός συνέβαλε 135 ποσοστιαίες μονάδες σε αυτό, με μέσο ποσοστό πληθωρισμού άνω του 7%. Αντίθετα, από τους υπόλοιπους καθοριστικούς παράγοντες του λόγου χρέους-ΑΕΠ, η αύξηση του ΑΕΠ μείωσε τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά 50 ποσοστιαίες μονάδες και τα πρωτογενή πλεονάσματα τον μείωσαν κατά άλλες 40 ποσοστιαίες μονάδες. Από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ο λόγος χρέους-ΑΕΠ αυξήθηκε από 41% σε 105% το 2020. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο πληθωρισμός ήταν πολύ χαμηλός, κατά μέσο όρο 2,6% από το 2008-2019, και έτσι συνέβαλε ελάχιστα στη μείωση του λόγου χρέους προς  ΑΕΠ. Με τον πληθωρισμό τώρα να ξεπερνά το 10% και να αυξάνεται, και με την αναλογία χρέους-ΑΕΠ περίπου στο 100%, ο πληθωρισμός μειώνει κατά 10% τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, ή περίπου 220 δισ. βρετανικές λίρες κάθε χρόνο.

Αυτή η εκτίμηση δεν αποτελεί, φυσικά, μέτρο της συνολικής επίδρασης του πληθωρισμού στον λόγο χρέους-ΑΕΠ. Δε λαμβάνει υπόψη το αυξανόμενο κόστος του χρέους λόγω της αύξησης των επιτοκίων και του κόστους του κρατικού μισθολογίου. Ιστορικά, το κόστος τόκων του χρέους συνεισέφερε περίπου 4% κάθε χρόνο στην αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, με μικρή απόκλιση. Εάν όλο το χρέος αναβαλλόταν κάθε χρόνο, κάθε αύξηση των επιτοκίων κατά ένα τοις εκατό θα προσέθετε επί του παρόντος ένα τοις εκατό στον λόγο χρέους προς το ΑΕΠ και θα αντιστάθμιζε πλήρως τις επιπτώσεις του πληθωρισμού. Επί του παρόντος, οι νέες εκδόσεις χρέους ανέρχονται σε 150 δισεκατομμύρια λίρες, που είναι περίπου το 7% του συνολικού χρέους και του ΑΕΠ. Το 30% αυτού είναι βραχυπρόθεσμο και πρέπει να ανανεώνεται συχνά, ενώ το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο χρέος (1-7 χρόνια) αποτελεί το ήμισυ των νέων εκδόσεων. Μόνο το 18% είναι μακροπρόθεσμο χρέος. Κάθε αύξηση των επιτοκίων κατά ένα τοις εκατό προσθέτει περίπου 1,5 δις λίρες στις ετήσιες πληρωμές τόκων του χρέους. Εάν τα επιτόκια αυξάνονταν όσο και ο πληθωρισμός όπως συνέβη στο παρελθόν, αλλά όχι σήμερα, οι πληρωμές τόκων του χρέους θα αυξάνονταν κατά 15 δις λίρες.

Αυτό μας φέρνει στη νομισματική πολιτική της Τράπεζας της Αγγλίας. Αποστολή της είναι να διατηρήσει τον πληθωρισμό εντός απόκλισης μιας ποσοστιαίας μονάδας από το 2%. Επέλεξε να μην το κάνει, πιστεύοντας ότι το τρέχον επίπεδο πληθωρισμού είναι προσωρινό. Αυτό αγνοεί τον κίνδυνο δευτερογενών επιπτώσεων μέσω των προσπαθειών διατήρησης των πραγματικών μισθών και τον αντίκτυπο που αυτό έχει στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, μια κύρια κινητήρια δύναμη των μισθών. Η πολιτική χρήσης των επιτοκίων για τον έλεγχο του πληθωρισμού είναι κατάλληλη μόνο για τον πληθωρισμό που προκύπτει από κρίσεις ζήτησης, θετικές ή αρνητικές. Δεν είναι κατάλληλο για αρνητικούς κλυδωνισμούς προσφοράς, όπως οι κλυδωνισμοί των τιμών της ενέργειας της δεκαετίας του 1970 και σήμερα, καθώς η αύξηση των επιτοκίων για να μειωθεί η ζήτηση το μόνο που πετυχαίνει είναι να εντείνει τις συσταλτικές επιπτώσεις του σοκ προσφοράς. Ωστόσο, η νομισματική πολιτική θα πρέπει να γίνει αυστηρότερη για να αποφευχθούν αυτές οι δευτερογενείς επιπτώσεις. Αυτό ήταν ένα μείζον ζήτημα στην πολιτική της Συντηρητικής κυβέρνησης την περίοδο 1979-81 που δέχθηκε έντονη κριτική όταν χρησιμοποίησε τόσο τη νομισματική όσο και τη δημοσιονομική πολιτική για να συρρικνώσει τη ζήτηση. Το πρόβλημα είναι ότι το σοκ προσφοράς είναι ένα σχετικό σοκ τιμών και απαιτεί σχετική προσαρμογή των τιμών η οποία μπορεί να πλήξει σκληρά και μόνιμα μέρη της οικονομίας, και χρειάζεται χρόνο προσαρμογής. Το όφελος από αυτό το πλήγμα στην οικονομία τη δεκαετία του 1980 ήταν σχεδόν είκοσι χρόνια συνεχούς ανάπτυξης. Εκτός εάν η Τράπεζα της Αγγλίας έχει δίκιο και το σοκ των τιμών είναι προσωρινό, βρισκόμαστε σήμερα σε μια παρόμοια θέση. Εν τω μεταξύ, ενώ περιμένουμε να διαπιστώσουμε κατά πόσο αυτό ισχύει, ο πληθωρισμός αυξάνεται, τα επιτόκια παραμένουν πολύ χαμηλά για να σταματήσουν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και τις μισθολογικές απαιτήσεις από την αύξηση, και επωφελούνται μόνο τα δημόσια οικονομικά.

*Ο Michael Wickens είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ και Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του York. Διετέλεσε Ειδικός Σύμβουλος στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Λόρδων από το 1999 έως το 2016.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Αυγούστου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.