Οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να προβλέψουν

Οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να προβλέψουν

Γράφει ο Chris Edwards

Σε αντίθεση με τους γεμάτους αυτοπεποίθηση ισχυρισμούς των ειδικών στα μέσα ενημέρωσης, οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια τη μακροοικονομία. Οι οικονομολόγοι έχουν ένα εξαιρετικά κακό ιστορικό στην πρόβλεψη του πληθωρισμού, των επιτοκίων, του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και άλλων μακρομεταβλητών. Παρακάτω παραθέτω ένα απόσπασμα από μια στήλη της Wall Street Journal που συνοψίζει το αποτυχημένο ιστορικό πρόβλεψης του πληθωρισμού, των επιτοκίων και του χρηματιστηρίου του 2022.

Αυτό έχει σημασία για τη δημόσια πολιτική, διότι εάν οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να προβλέψουν τη μακροοικονομία, τότε οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να παρέμβουν με επιτυχία και να  τη χειραγωγήσουν. Η κυβέρνηση πίστευε ότι το Αμερικανικό Σχέδιο Διάσωσης ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2021 θα βοηθούσε την οικονομία, αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν εξαιρετικά επιζήμιο καθώς συνέβαλε στην άνοδο πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα.

Οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές στο χρηματιστήριο κάνουν συχνά λάθη, αλλά μπορούν να αλλάξουν κατεύθυνση γρήγορα καθώς αλλάζουν οι συνθήκες. Η κυβέρνηση, αντίθετα, είναι ένας άκαμπτος θεσμός που καθοδηγείται από ανθρώπους που σπάνια παραδέχονται τα  λάθη τους. Έτσι, όταν οι πολιτικοί μετακινούν εδώ κι εκεί οικονομικούς πόρους, οι πόροι αυτοί συνήθως κολλάνε σε χρήσεις χαμηλής αξίας για χρόνια, ένα φαινόμενο που εξετάζει αυτή η μελέτη με θέμα την αποτυχία των κυβερνήσεων.

Η Wall Street Journal αναφέρει ότι ενώ οι οικονομολόγοι προέβλεψαν με ακρίβεια τα εταιρικά κέρδη φέτος, έπεσαν πολύ έξω σε ό,τι αφορά τις προβολές της χρηματιστηριακής αγοράς, του πληθωρισμού και των επιτοκίων:

«Η μέση πρόβλεψη τον περασμένο Δεκέμβριο για το επιτόκιο αυτού του μήνα ήταν μόλις 0,5%, σύμφωνα με την Consensus Economics. Η Fed αυτό το μήνα αύξησε τα επιτόκια σε ένα εύρος από 4,25% έως 4,5%. Αν κάποιος κάνει λάθος ως προς μια αλλαγή αυτής της σημασίας, ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν να κάνει κάτι άλλο σωστό.

Λίγοι επίσης προέβλεψαν σωστά την κατεύθυνση των μετοχών. Η JPMorgan, η Goldman Sachs και η Citigroup ήταν όλες αισιόδοξες στις προβλέψεις τους, αναμένοντας ότι ο S&P 500 θα φτάσει στις 5100, 5050 και 4900 μονάδες αντίστοιχα. Οι στρατηγικοί αναλυτές της Bank of America είχαν δίκιο να μιλούν για υποχώρηση, για τον σωστό λόγο, προβλέποντας ένα σοκ στα επιτόκια. Αλλά ο στόχος τους για 4600 αντιστοιχούσε σε μια πτώση μόλις 3% από όταν δημοσίευσαν την πρόβλεψή τους. Ο S&P 500 έκλεισε την Παρασκευή στις 3844,82 μονάδες, σημειώνοντας πτώση 19% για το έτος μέχρι στιγμής.

Πίσω από όλα αυτά τα λάθη, και τα λάθη σχεδόν όλων των άλλων, ήταν η εσφαλμένη πεποίθηση ότι ο πληθωρισμός θα εξαφανιζόταν γρήγορα. Σκέφτηκαν ότι τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας που σχετίζονται με τον Covid θα εξαφανίζονταν και η πτώση του πληθωρισμού θα επέτρεπε στη Fed να αυξήσει ήπια τα επιτόκια, μειώνοντας τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Αντίθετα, ο πληθωρισμός εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, επιδεινούμενος από τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων που ακολούθησαν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία».

Εάν οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να χειραγωγήσουν με επιτυχία την οικονομία, τότε τι πρέπει να κάνουν; Ο οικονομολόγος Άνταμ Σμιθ τις συμβούλεψε να υιοθετήσουν το «απλό σύστημα της φυσικής ελευθερίας». Απέχοντας από την παρέμβαση:

«…ο κυρίαρχος απαλλάσσεται πλήρως από ένα καθήκον, το οποίο προσπαθώντας να εκτελέσει αναγκατικά εκτίθεται σε αναρίθμητες αυταπάτες, και για την ορθή εκτέλεση του οποίου καμία ανθρώπινη σοφία ή γνώση δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι επαρκής – δηλαδή, το καθήκον της εποπτείας της παραγωγικής δράσης των ιδιωτών και της κατεύθυνσής της προς τις πλέον κατάλληλες για το συμφέρον της κοινωνίας θέσεις εργασίας».

Περισσότερα για τις αποτυχίες της μακροπρόβλεψης εδώ, εδώ, εδώ και εδώ.

--

Ο Chris Edwards είναι διευθυντής των μελετών φορολογικής πολιτικής στο Cato Institute και αρθρογράφος στο www.DownsizingGovernment.org.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 3 Φεβρουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγoύμης.