Ποιοι κερδίζουν από τον κρατικό παρεμβατισμό

Ποιοι κερδίζουν από τον κρατικό παρεμβατισμό

Η Ursula Von der Leyen, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διαμαρτύρεται έντονα πως οι Κινέζοι διατηρούν τεχνητά χαμηλή την τιμή των ηλεκτρικών τους αυτοκινήτων «δίνοντας στους κατασκευαστές τους τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις, και αυτό στρεβλώνει την αγορά μας». Έχει κάποια πρωτότυπη πρόταση για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κακής συμπεριφοράς; Δυστυχώς όχι. Προτείνει απλώς περισσότερη ανταπόδοση προστατευτισμού με τη μορφή υψηλότερων δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα. Δηλώνει ότι οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες διαμαρτύρονται, επειδή δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις φθηνές εισαγωγές.

Κάθε φορά που το κράτος, το οποιοδήποτε κράτος, παρεμβαίνει στη λειτουργία των αγορών, οφείλουμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αναρωτηθούμε: «Ποιοι θα είναι οι νικητές και ποιοι οι χαμένοι;». Οι Ευρωπαίοι πολίτες που επιθυμούν να αγοράσουν ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο αναμφίβολα θα χαίρονταν να λάβουν ένα δώρο από την κινεζική κυβέρνηση με τη μορφή μιας γενναιόδωρης έκπτωσης, αλλά οι δασμοί της κυρίας Von der Leyen σίγουρα θα την εξαλείψουν – μια ενέργεια που θα αναγκάσει τους Ευρωπαίους συμπολίτες της να χάσουν. Οι επιδοτήσεις της κινεζικής κυβέρνησης επιβαρύνουν τους Κινέζους φορολογούμενους που είναι επίσης μεταξύ των χαμένων σε αυτόν τον αγώνα δρόμου προς τα κάτω.

Οι νικητές στην ΕΕ είναι οι αυτοκινητοβιομηχανίες που προστατεύονται από τον ανταγωνισμό μέσω του φόρου επί των εισαγωγών. Στην Κίνα, οι νικητές είναι οι αποδέκτες των επιδοτήσεων που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους – και πάλι, οι αυτοκινητοβιομηχανίες που προστατεύονται από το δύσκολο καθήκον να ανταγωνιστούν τους αντιπάλους τους υπό ίσους όρους. Πρόκειται συνολικά για ένα σπάταλο και άσκοπο παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ένας σοφός πρωθυπουργός θα απέρριπτε ακόμη και την ιδέα της «πραγματοποίησης εμπορικών συμφωνιών» αντί να ταξιδεύει χωρίς σχέδιο στην Ινδία για να φτιάξει μια τέτοια συμφωνία, και θα ήξερε ότι μόνο οι επιχειρήσεις – και όχι οι κυβερνήσεις – εμπορεύονται. Ένας σοφός πρωθυπουργός θα ήξερε ότι μόνο μια διακήρυξη μονομερούς ελεύθερου εμπορίου –χωρίς την ανάγκη σκληρών διαπραγματεύσεων ή ανταπόδοσης– θα παράγει την αμοιβαία επωφελή συνθήκη που ζητά διακαώς η οικονομία μας.

Ενώ οι εμπορικές συμφωνίες αποτελούν μια από τις εκφάνσεις μιας αμφισβητήσιμης οικονομικής πολιτικής, μια άλλη είναι η λανθασμένη αντίληψη ως προς τον πληθωρισμό. Αξιωματούχοι του Υπουργείου Οικονομικών, κυβερνητικοί οικονομολόγοι, μονεταριστές και πολιτικοί εξακολουθούν να ταυτίζουν τον πληθωρισμό με τις αυξήσεις των τιμών. Αλλά οι αυξήσεις των τιμών είναι το αποτέλεσμα της διόγκωσης της προσφοράς χρήματος.

Για να καθοριστεί το επίπεδο του πληθωρισμού, αυτό που έχει σημασία δεν είναι ο ρυθμός αύξησης των τιμών, αλλά οι αυξήσεις στην προσφορά του χρήματος – αυτές είναι που θέτουν σε κίνηση το φαινόμενο της ανταλλαγής «του τίποτα με το κάτι, υπονομεύοντας τη διαδικασία παραγωγής πλούτου και αποδυναμώνοντας τη δεξαμενή της πραγματικής αποταμίευσης», για να παραθέσω τον Frank Shostack.

Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που η κεντρική τράπεζα αγοράζει ομόλογα δημοσίου και τα πληρώνει με χρήματα που παράγονται εκ του μηδενός, υποτιμώντας το νόμισμα και ανεβάζοντας τις τιμές. Ενώ οι «ειδικοί» του Υπουργείου Οικονομικών, της Τράπεζας της Αγγλίας και του Γραφείου Δημοσιονομικής Υπευθυνότητας φαίνονται σε σύγχυση από τα ερωτήματα που αφορούν τα αίτια, το κοινό επικεντρώνεται περισσότερο στο αυξανόμενο κόστος της διαβίωσης. Οι πολίτες περιμένουν ότι θα διατεθεί κρατική βοήθεια – όπως πάντα.

Επεσήμανα αυτό το σύνδρομο όταν επισκέφτηκα τη Νέα Υόρκη λίγο μετά την οικονομική κρίση του 2010. Δήλωσα τότε ότι ο Μπερνάνκι, ο Γκρίνμπεργκ και ο Γκάιτνερ θα έπρεπε να είχαν αντισταθεί στα επίμονα αίτηματα για προγράμματα διάσωσης. Οι ακροατές μου ήταν δύσπιστοι, λέγοντάς μου ότι αν αυτοί δεν είχαν ενεργήσει το τραπεζικό σύστημα θα οδηγούταν σε κατάρρευση και αυτό θα προκαλούσε εκτεταμένη ανεργία. "Με το καλό!" ήταν η άσπλαχνη απάντησή μου. Στο ανθρώπινο σώμα, υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται να ανοίξει ένα απόστημα. Ομοίως, όταν η εκτύπωση χρήματος ρίχνει την οικονομία σε μια δυσλειτουργική κατάσταση κακής κατανομής των κεφαλαίων και των επενδύσεων, πρέπει να αντιστεκόμαστε στον πειρασμό να εφαρμοστούν γιατροσόφια ως δήθεν διορθωτικά μέτρα.

Η αποτυχία σύνδεσης των συμπτωμάτων με τα αίτια οξύνεται όταν, όπως συμβαίνει και σήμερα, πλησιάζουν οι ενδιάμεσες εκλογές και η ψηφοθηρία βρίσκεται στην κορυφή της όποιας πολιτικής ατζέντας. Η ένταση του κομματικού ανταγωνισμού μπορεί να εκτιμηθεί από το μέγεθος των προεκλογικών υποσχέσεών.

Κανείς δεν ρωτά από πού θα προέλθουν όλες αυτές οι δήθεν ευεργετικές πολιτικής που φορτώνουν χρέος ή αν αυτό το χρέος θα αποπληρωθεί ποτέ. Το μόνο ζητούμενο είναι η ανακούφιση. Όταν επισημαίνω ότι η κουλτούρα εξάρτησης από το κράτος-γκουβερνάντα έχει στερήσει από τους πολίτες μας την ανεξαρτησία τους – και ότι αν αυτό δεν σταματήσει, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι η οικονομική και ηθική καταστροφή, με κατηγορούν για αναλγησία.

Λίγοι είναι αρκετά οξυδερκείς για να δουν ότι η μόνη λύση είναι η ανάπτυξη της παραγωγής - η παροχή αγαθών και υπηρεσιών που θέλουν οι άνθρωποι. Αλλά όπου κι αν κοιτάξεις συμβαίνει το αντίστροφο. Οι κάποτε επιτυχημένες επιχειρήσεις πλέον κλείνουν.

Το σημερινό πρόβλημα είναι η αδυναμία υλοποίησης καινοτόμων ιδεών σε επιτυχημένες επιχειρήσεις. Οι ρυθμιστικές υπερβολές και οι τιμωρητικοί φόροι έχουν καταπνίξει τις επιχειρήσεις. Το σύστημα βρίσκει ολοένα και νέους τρόπους να ακυρώνει την παραγωγή, διατυπώνοντας καταλόγους με όλα εκείνα τα πράγματα που δεν μπορούμε να κάνουμε. Τάγματα γραφειοκρατών πληρώνονται για να εφεύρουν νέους τρόπους επιβολής της ρυθμιστικής ασφυξίας.

--

*Ο Emile Woolf είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας επαγγελματικών κειμένων, λογιστής και ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους αρθρογράφους κλαδικών περιοδικών.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Οκτωβρίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 1828.org.uk και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.