Πού οδεύει ο παγκόσμιος πληθωρισμός;

Πού οδεύει ο παγκόσμιος πληθωρισμός;

Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους ακούγαμε συνεχώς να γίνεται λόγος για τον παροδικό χαρακτήρα του πληθωρισμού και τα σχετικά προς τούτο επιχειρήματα. Είναι αλήθεια πως πολλοί οικονομολόγοι συμπέραναν ότι θα ήταν απολύτως εύλογο ο πληθωρισμός να αυξηθεί μετριοπαθώς και να αυξάνεται για αρκετούς μήνες και στη συνέχεια να επιστρέψει σε μεσαία επίπεδα.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, μετά από σχεδόν ένα χρόνο σημαντικά αυξημένων επιπέδων πληθωρισμού, κατέστη σαφές ότι αυτό το σενάριο δεν υλοποιήθηκε. Επομένως, έχοντας απορρίψει την άποψη ότι ο πληθωρισμός θα είναι παροδικός, πρέπει να αναρωτηθούμε τι μπορούμε να περιμένουμε τώρα, μετά τις τεράστιες νέες διαταραχές στις αλυσίδες αξίας που προέκυψαν από τα lockdown ολόκληρων πόλεων στην Κίνα και τον πόλεμο στην Ουκρανία λόγω της ρωσικής εισβολής, με αξιοσημείωτες επιπτώσεις στην τιμή των πρώτων υλών και της ενέργειας.

Την περασμένη Παρασκευή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) παρουσίασε στατιστικά στοιχεία για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη για τον μήνα Απρίλιο, καταγράφοντας ρυθμό πληθωρισμού 7,5% - πρόκειται για τον έκτο συνεχόμενο μήνα νέων ανώτατων επιπέδων πληθωρισμού για την Ευρωζώνη. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι το φαινόμενο της αύξησης του πληθωρισμού δεν περιορίζεται μόνο στην Ευρώπη. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο κατέγραψαν ποσοστά πληθωρισμού τον Μάρτιο 8,5% και 7%, αντιστοίχως.

Επιπλέον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι λιγότερο από ένα χρόνο πριν, αυτοί οι αυξημένοι ρυθμοί αύξησης των τιμών δεν αναμένονταν σε καμία από τις προαναφερθείσες χώρες. Επιπλέον, η ΕΚΤ απολογήθηκε την Παρασκευή για τα λάθη στις προβλέψεις της για τους ρυθμούς πληθωρισμού, λέγοντας ότι αυτές οι εκτιμήσεις ήταν σκανδαλωδώς λανθασμένες τους τελευταίους μήνες.

Μια περίοδος κατά την οποία οι προβλέψεις αυτές απέκλιναν ιδιαίτερα από την πραγματικότητα ήταν το τελευταίο τρίμηνο του 2021, καθώς η βίαιη κλιμάκωση των τιμών της ενέργειας μετατράπηκε γρήγορα σε αυξήσεις τιμών άλλων αγαθών και υπηρεσιών, επηρεάζοντας τις συνολικές τιμές αναφοράς των τροφίμων του δείκτη τιμών καταναλωτή. Στην πραγματικότητα, το πρώτο τρίμηνο εκείνου του έτους η ΕΚΤ υποτίμησε το ποσοστό του πληθωρισμού κατά σχεδόν 2 ποσοστιαίες μονάδες, και αν χρησιμοποιήσουμε τις προβλέψεις που διατύπωσε πριν από ένα χρόνο για το ίδιο τρίμηνο, αυτό το σφάλμα θα έφτανε κοντά στο 5 τοις εκατό. Επιπλέον, οι κίνδυνοι λόγω των αυξήσεων της τιμής της ενέργειας δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να εξετάζει σοβαρά την εμπορική απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου και την αύξηση των δασμών στο φυσικό αέριο και σε άλλες πρώτες ύλες, μέτρα τα οποία θα προκαλούσαν αυξανόμενες εντάσεις στα επίπεδα των τιμών και θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερα επίπεδα πληθωρισμού.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία συνέβαλε στην κλιμάκωση του πληθωρισμού, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι πολύ πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η τιμή του φυσικού αερίου είχε επιταχυνθεί δραματικά. Αυτό που έχει αλλάξει τους τελευταίους μήνες –και προκαλεί ανησυχία– είναι η συσχέτιση μεταξύ της αλλαγής της τιμής της ενέργειας και των βασικών αγαθών όπως τα τρόφιμα. Αυτή η συσχέτιση αυξάνεται σημαντικά και είναι πιο έντονη από ό,τι στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι κάθε αύξηση του ενεργειακού κόστους γίνεται έντονα αισθητή στην τιμή ορισμένων βασικών προϊόντων.

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, μπορούμε και πρέπει να περιμένουμε από τις κεντρικές τράπεζες να ενεργήσουν πιο δυναμικά από το σύνηθες τους επόμενους μήνες για να επιτελέσουν τη λειτουργία τους ως εγγυητές της σταθερότητας των τιμών. Μάλιστα, τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε ήδη παρατηρήσει σημαντικές αλλαγές στις ανακοινώσεις των κεντρικών τραπεζών, με στόχο να προετοιμάσουν το σκηνικό για μεγάλες αλλαγές στη στρατηγική της νομισματικής πολιτικής προς την επιτάχυνση των διαδικασιών νομισματικής ομαλοποίησης.

Οι κεντρικές τράπεζες έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν για να θεσπίσουν πολιτικές νομισματικής ομαλοποίησης, και την τελευταία δεκαετία έχουν επεκτείνει και έχουν ενισχύει την εργαλειοθήκη τους αναπτύσσοντας διαφορετικά προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα, η ομαλοποίηση του χρήματος δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την αύξηση των επιτοκίων. Η ομαλοποίηση πρέπει να συνοδεύεται και να χρονομετρείται με τη διαχείριση του ισολογισμού των κεντρικών τραπεζών που επηρεάζει άμεσα τη ρευστότητα του συστήματος.

Θα μπορούσαμε επίσης να υποστηρίξουμε ότι αυτό συμβαίνει ήδη καθώς η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ τερμάτισε πρόσφατα το πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού και τον Μάρτιο του 2022 αύξησε τα επιτόκια κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες. Στην Ευρώπη, η ΕΚΤ ολοκλήρωσε το πρόγραμμα για την πανδημία και σχεδιάζει να μειώσει, και ενδεχομένως να τερματίσει, το πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού. Όσον αφορά τις αυξήσεις των επιτοκίων, η ΕΚΤ έχει ορίσει ως ημερομηνία το τρίτο τρίμηνο του έτους και ορισμένοι αναλυτές αναμένουν ότι αυτό θα συμβεί τον Ιούλιο. Αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε τώρα είναι ποιο θα είναι το κόστος αυτής της αλλαγής στη νομισματική πολιτική όσον αφορά τη μείωση της ανάπτυξης.

Το πιο δύσκολο ζήτημα για τις κεντρικές τράπεζες τους επόμενους μήνες θα είναι η επιτυχία του συντονισμού της διαχείρισης του ισολογισμού τους με αυξήσεις επιτοκίων. Επιπλέον, δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι ορισμένα ιδρύματα όπως η Fed έχουν διπλές εντολές, επομένως δεν μπορούν μόνο να εγγυηθούν τη σταθερότητα των τιμών: πρέπει επίσης να στοχεύουν στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Συνεχίζουμε, επομένως, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης αβεβαιότητας και αστάθειας, περιμένοντας να δούμε τι βρίσκεται στον ορίζοντα στη νομισματική πολιτική.

-

*Ο Álvaro Martín είναι ερευνητής του ισπανικού Fundación Civismo.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 24 Μαΐου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.