Το πρόβλημα του πληθωρισμού και η Κριστίν Λαγκάρντ
Shutterstock
Shutterstock

Το πρόβλημα του πληθωρισμού και η Κριστίν Λαγκάρντ

Η ιστορία διδάσκει ότι το να αφήνουμε το τζίνι του πληθωρισμού να ξεφύγει από το μπουκάλι είναι πάντα ένα δαπανηρό οικονομικό λάθος. Η Κριστίν Λαγκάρντ, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα ανακαλύψει σύντομα ότι το γεγονός ότι επέτρεψε την εμφάνιση υψηλού πληθωρισμού στην Ευρωζώνη είναι ένα ιδιαίτερα δαπανηρό λάθος. Ένας τέτοιος πληθωρισμός απειλεί τώρα για άλλη μια φορά να αποκαλύψει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ευρώ και να επιφέρει ακόμη έναν γύρο της κρίσης δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης. 

Η ουσία του σημερινού προβλήματος οικονομικής πολιτικής που αντιμετωπίζει η κ. Λαγκάρντ είναι ότι βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο θεμελιώδεις οικονομικές προκλήσεις, αλλά έχει μόνο μία νομισματική πολιτική για να τις αντιμετωπίσει. Αυτό είναι κάτι το εξαιρετικά προβληματικό καθώς οι δύο αυτές προκλήσεις απαιτούν διαφορετικές νομισματικές πολιτικές. 

Η πρώτη πρόκληση είναι ότι, τόσο ως αποτέλεσμα του ενεργειακού σοκ που προκλήθηκε από τη Ρωσία όσο και ως αποτέλεσμα μιας υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής, ο πληθωρισμός είναι πλέον πολύ πάνω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ. Ο βασικός πληθωρισμός έφτασε σε υψηλό όλων των εποχών ξεπερνώντας το 10% το περασμένο καλοκαίρι πριν μετριαστεί στο σημερινό άβολα υψηλό επίπεδο του 8,5%. Εν τω μεταξύ, ο βασικός πληθωρισμός, ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη τις ασταθείς τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, βρίσκεται τώρα κοντά στο 6%

Σε αντίθεση με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία έχει διπλή εντολή για τον πληθωρισμό και την πολιτική απασχόλησης, η ΕΚΤ έχει μια ενιαία εντολή για μια πολιτική πληθωρισμού. Αυτό αφήνει στην ΕΚΤ ελάχιστες επιλογές πέρα από το να αντιμετωπίσει δυναμικά το πρόβλημα του πληθωρισμού. Αυτό εξηγεί το γιατί η ΕΚΤ αυξάνει τώρα τα επιτόκια με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει ποτέ καταγραφεί. Εξηγεί επίσης το γιατί η ΕΚΤ τερμάτισε τον επιθετικό γύρο αγοράς κρατικών ομολόγων και τώρα επιδίδεται σε ποσοτική σύσφιξη με ρυθμό 15 δισεκατομμυρίων ευρώ το μήνα. 

Η δεύτερη σημαντική πρόκληση πολιτικής της ΕΚΤ είναι να διατηρήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς στην ικανότητα των υπερχρεωμένων χωρών μελών της, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, να χρηματοδοτηθούν με λογικούς όρους. Όπως μάθαμε στην κρίση του ελληνικού χρέους του 2010, όταν οι αγορές χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα μιας χώρας-μέλους του ευρώ να αντιμετωπίσει τα δημόσια οικονομικά της, η ΕΚΤ βρίσκεται γρήγορα αντιμέτωπη με μια κρίση κρατικού χρέους της Ευρωζώνης. 

Από την κρίση του δημόσιου χρέους του 2010, τα ήδη υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους της Ιταλίας και της Ισπανίας έχουν αυξηθεί. Αυτό έχει συμβεί σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της επιθετικής δημοσιονομικής απάντησης των κυβερνήσεών τους έναντι της οικονομικής ύφεσης του 2020 που προκλήθηκε από τον COVID-19. Ενώ το 2010 η Ιταλία είχε αναλογία δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ 120%, σήμερα αυτός ο λόγος είναι κοντά στο 150%. Αυτή η αναλογία συνιστά ρεκόρ όλων των εποχών για την Ιταλία και ξεπερνά αυτή που υπήρχε αμέσως μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. 

Μέχρι πρόσφατα, η ΕΚΤ διατηρούσε μια πολιτική αρνητικών επιτοκίων και προχώρησε σε μαζικές αγορές κρατικών ομολόγων. Το έκανε ως μέρος της προσπάθειάς της να προωθήσει την οικονομική ανάκαμψη της Ευρωζώνης μετά τις καταστροφές της πανδημίας COVID-19. Αυτός ο συνδυασμός πολιτικής ήταν ένα θεόσταλτο δώρο στην υπερχρεωμένη οικονομική περιφέρεια της Ευρωζώνης. Τα χαμηλά επιτόκια διευκόλυναν την ικανότητα αυτών των χωρών να εξυπηρετήσουν τα βουνά του δημόσιου χρέους τους. Εν τω μεταξύ, οι μεγάλες αγορές των κρατικών της ομολόγων από την ΕΚΤ μείωσαν την ανάγκη της οικονομικής περιφέρειας να αξιοποιήσει τη διεθνή αγορά ομολόγων. 

Όλα αυτά φέρνουν πλέον την ΕΚΤ σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση. Για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, θα χρειαστεί να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια και να εφαρμόζει πολιτική ποσοτικής σύσφιξης. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των πολιτικών από την ΕΚΤ θα ισοδυναμεί με ανάθεμα για την Ιταλία και την Ισπανία. Αυτές οι χώρες απαιτούν εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια για να διατηρήσουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό με τη σειρά του θα απαιτούσε από την ΕΚΤ να επιστρέψει στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων και στις μεγάλες αγορές ομολόγων για να αποτρέψει μια σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού αυτών των χωρών. 

Με τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης να παραμένει επίμονα υψηλός, η ΕΚΤ δεν έχει καμία πραγματική εναλλακτική πέρα το να εμμείνει στην επιθετική στάση της νομισματικής πολιτικής. Συνεπώς, είναι θέμα χρόνου οι αγορές να αρχίσουν να δοκιμάζουν σοβαρά την ικανότητα της ιταλικής και της ισπανικής κυβέρνησης να χρηματοδοτηθούν. Για να υπογραμμίσω αυτό το σημείο, το κόστος δανεισμού της ιταλικής κυβέρνησης έχει ήδη ανέλθει στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας

Το 2012, ο Μάριο Ντράγκι κατάφερε να εκτονώσει την κρίση χρέους της Ευρωζώνης με την ομιλία «ό,τι χρειαστεί». Πρέπει να ελπίζουμε ότι η Κριστίν Λαγκάρντ θα έχει ακόμη ένα κουνέλι να βγάλει από το καπέλο για να μας γλιτώσει από την επανάληψη της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης. Ωστόσο, δεν θα πρότεινα να στοιχηματίσετε ό,τι έχετε πως θα συμβεί αυτό. 

--  

Ο Desmond Lachman είναι μέλος του American Enterprise Institute. Έχει διατελέσει υποδιευθυντής στο Τμήμα Πολιτικής και το Τμήμα Αναθεώρησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Επικεφαλής Σύμβουλος Στρατηγικής για τις αναδυόμενες αγορές στη Salomon Smith Barney.  

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Μαρτίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.