Σκουντήγματα: Πόσο θα πρέπει να μας ανησυχεί η τελευταία μόδα των οικονομικών της συμπεριφοράς;

Σκουντήγματα: Πόσο θα πρέπει να μας ανησυχεί η τελευταία μόδα των οικονομικών της συμπεριφοράς;

Τα οικονομικά της συμπεριφοράς έχουν αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα τις τελευταίες δεκαετίες. Η ιδέα του “σκουντήγματος” (nudging) που έγινε δημοφιλής στο ευπώλητο βιβλίο των Richard Thaler και Cass Sunstein Nudge: Improving Decisions about Health, Wealth and Happiness (Σκουντήγματα: Βελτιώνοντας τις αποφάσεις για την υγεία, την ευημερία και την ευτυχία) του 2008, είναι πλέον γνωστή στην πολιτική σφαίρα και ακόμη και στους φοιτητές που δεν σπουδάζουν οικονομικά. Με την βράβευση του Thaler με το Νόμπελ Οικονομικών το 2017 και την ανάθεση στον Sunstein μιας σημαντικής ρυθμιστικής μονάδας κατά τη διακυβέρνηση Ομπάμα, με βεβαιότητα μπορεί να πει ότι τα οικονομικά της συμπεριφοράς έχουν καταφέρει να διεισδύσουν στο κύριο ρεύμα του κλάδου των οικονομολόγων.

Παρά τη δημοτικότητά της όμως, η ιδέα του σκουντήγματος έχει τα ελαττώματά της που σε μεγάλο βαθμό δεν αναφέρονται. Για εξηγήσω γιατί συμβαίνει αυτό, θα περιγράψω πρώτα εν συντομία τη θεμελίωση των οικονομικών της συμπεριφοράς.

Τι είναι τα οικονομικά της συμπεριφοράς;

Τα οικονομικά της συμπεριφοράς είναι ο συνδυασμός των αντικειμένων της ψυχολογίας και των οικονομικών. Η θεμελίωσή τους έγκειται στην απόρριψη του τρόπου με τον οποίο το κύριο ρεύμα των οικονομικών αντιμετωπίζει το άτομο. Το κύριο ρεύμα των νεοκλασικών οικονομικών υποθέτει ότι οι άνθρωποι δρουν βάσει πλήρους πληροφόρησης, έχουν ορθολογικές προτιμήσεις, και επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της ωφελιμότητάς τους. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος (που αναφέρεται και ως οικονομικός άνθρωπος - homo economicus) δρα ως εάν κατείχε πλήρη πληροφόρηση για όλα τα υποκείμενα δράσης στην αγορά.

Βεβαίως, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι δεν πιστεύουν στ' αλήθεια ότι τα άτομα στον πραγματικό κόσμο συμπεριφέρονται κατ' αυτόν τον ρομποτικό και ορθολογιστικό τρόπο. Όπως υπογράμμισε ο Milton Friedman, ο σκοπός της υπόθεσης της πλήρους ορθολογικότητας του οικονομικού υποκειμένου είναι η διεξαγωγή της οικονομικής ανάλυσης. Με άλλα λόγια, ο homo economicus είναι ένα αναλυτικό εργαλείο. Αυτή η μέθοδος στην οικονομική επιστήμη μιμείται την αντίστοιχη των φυσικών επιστημόνων, γνωστή ως λογικός θετικισμός.

Οι οικονομολόγοι της συμπεριφοράς απορρίπτουν αυτό το υπερβολικά ορθολογιστικό μοντέλο του ατόμου. Με τη βοήθεια πορισμάτων της ψυχολογίας, υποστηρίζουν ότι αυτή η θεώρηση του τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρονται τα άτομα είναι εσφαλμένη. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είναι ανορθολογικός, αβέβαιος, και γεμάτος από προκαταλήψεις που δεν του επιτρέπει να δρα με τον τρόπο που υποθέτουν οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι (όπως μπορείτε να δείτε και στην παρακάτω εικόνα, υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες προκαταλήψεις)

δψδ

Τι έχουν να κάνουν αυτά με τα “σκουντήγματα”;

Η ιδέα του σκουντήγματος βασίζεται στο ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα πρότυπα “ορθολογικότητας”. Παρ' όλα αυτά, οι οικονομολόγοι της συμπεριφοράς δεν απορρίπτουν όλα τα πρότυπα ορθολογικότητας, αλλά τα συγκεκριμένα νεοκλασικά.

Αυτό το αναλυτικό επιχείρημα αποκαλύπτει ένα αντίστοιχο κανονιστικό: ενώ τα υποκείμενα της οικονομικής δράσεις δεν συμπεριφέρονται υπερ-ορθολογικά, θα έπρεπε να έχουν ως στόχο να το κάνουν. Με άλλα λόγια, το πρόγραμμα των οικονομικών της συμπεριφοράς παραμένει σε μεγάλο βαθμό αγκιστρωμένο στην νεοκλασική θεώρηση. (Αυτή η αφετηριακή υπόθεση είναι έντονα αμφισβητήσιμη και έχει υποστεί κριτική εδώ και εδώ).

Ξεκινώντας από αυτή την υπόθεση, οι οικονομολόγοι της συμπεριφοράς συμπεραίνουν ότι οι διαμορφωτές της πολιτικής μπορούν και θα πρέπει να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στη διόρθωση αυτών των σφαλμάτων και κατευθύνουν τα άτομα προς τις “σωστές” αποφάσεις. Έτσι, αν το να αποταμιεύετε ένα μεγαλύτερο μέρος του μισθού σας φαίνεται “σωστή” απόφαση, το να εγγράφονται οι εργαζόμενοι αυτομάτως σε ένα αποταμιευτικό πρόγραμμα από το οποίο μπορούν στη συνέχεια να επιλέξουν να απεγγραφούν, φαίνεται ως ένα σκούντηγμα προς την βέλτιστη επιλογή.

Κατά τρόπο παρόμοιο με το επιστημονικό παράδειγμα των οικονομικών του κράτους πρόνοιας του 20ου αιώνα, τα άτομα σύμφωνα με τα οικονομικά της συμπεριφοράς υποφέρουν από ένα είδος “αποτυχίας στη λήψη αποφάσεων”, όπου οι δράσεις τους δεν αντιστοιχούν τα υποτιθέμενα ορθολογικά πρότυπα. Εξ ου και η ανάγκη για διορθώσεις.

Πώς ξέρουμε τι είναι “σωστό”;

Ένα μοιραίο σφάλμα όμως ελλοχεύει στην σκέψη ότι μπορούμε τόσο εύκολα να κάνουμε το άλμα προς την υποτιθέμενη λύση να συστήσουν οι κυβερνήσεις “μονάδες σκουντήγματος” για να κατευθύνουν τους καταναλωτές προς τη “σωστή” διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Κατ' αρχάς, μια τέτοια προτεινόμενη λύση είναι ανοιχτή σε δύο πιθανά προβλήματα. Πρώτον, οι διαμορφωτές της πολιτικής αντιμετωπίζουν γνωσιακά προβλήματα. Είναι πάρα πολύ εύκολο να πει κανείς ότι οι διαμορφωτές της πολιτικής θα πρέπει να σκουντήξουν τους καπνιστές ώστε αυτοί να κόψουν το κάπνισμα, ή τους κατοίκους των παραγκουπόλεων του τρίτου κόσμου να εμβολιαστούν εναντίον της ιλαράς.

Είναι εύκολο γιατί γνωρίζουμε πως υπάρχουν συντριπτικά ισχυρά επιστημονικά δεδομένα που καταδεικνύουν πως το κάπνισμα κάνει κακό και πως η ιλαρά μπορεί να αποβεί μοιραία σε κάποιον που δεν έχει εμβολιαστεί εναντίον της. Είναι όμως πολύ πιο δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να στουντήξει κανείς τους καταναλωτές όταν η σωστή ή η “πληροφορημένη” απόφαση εξαρτάται από μοναδικές και γρήγορα μεταβαλλόμενες περιστάσεις ή γνώσεις που δεν διαθέτουν αυτοί οι διαμορφωτές της πολιτικής.

Για παράδειγμα, σε ένα δημοφιλές επιστημονικό άρθρο των Thaler και Benartzi του 2004, οι συγγραφείς συμπεραίνουν πως ένα αποταμιευτικό πρόγραμμα είναι επιτυχές καθώς βοηθά τους εργαζόμενους να αποταμιεύσουν περισσότερα χρήματα όταν εγγράφονται αυτομάτως σ' αυτό (έναντι του να χρειάζεται να εγγραφούν ενεργά σ' αυτό).

Το να λάβει όμως κάποιος σοφές αποφάσεις για θέματα αποταμίευσης καθώς και οι μέθοδοι για να το πετύχει αυτό, εξαρτάται από ένα μεγάλο εύρος παραγόντων τους οποίους οι συγγραφείς δεν λαμβάνουν υπόψη. Οι άνθρωποι έχουν διαφορετικά επίπεδα ατομικών εισοδημάτων, και ακόμη περισσότερο, διαφορετικές συνήθειες στις δαπάνες τους.

Εντάσσονται σε διαφορετικού είδους κοινότητες και πολιτισμικά δίκτυα που έχουν διαφορετικές θεσμικές πρακτικές για την αντιμετώπιση των ζητημάτων χρηματοπιστωτικής ασφάλειας. Τα είδη των χρηματοπιστωτικών εργαλείων που ταιριάζουν στην εκάστοτε οικονομία από τα οποία μπορεί να επωφεληθεί κανείς επενδύοντας τις αποταμιεύσεις του (όπως τα διάφορα ομόλογα, ο χρυσός και τα κρυπτονομίσματα) διαφοροποιούνται δραματικά ανάλογα με το αν ζει κανείς σε μια μητροπολιτική πόλη ή σε ένα λιγότερο αστικό περιβάλλον.

Με το να αντιμετωπίζει κανείς τους καταναλωτές το ίδιο αποστερώντας τους από τις μοναδικές συνθήκες και παραδόσεις στις οποίες εντάσσονται για να τους “σκουντήξει” στη συνέχεια συνεπάγεται τον κίνδυνο όχι μόνο να τους εξωθήσει να πάρουν αποφάσεις που μπορεί να μην είναι οι βέλτιστες γι' αυτούς, αλλά και να δημιουργήσει συνθήκες εγκλωβισμού που θα συνεχιστούν και στο μέλλον, όταν οι μακροοικονομικές συνθήκες θα έχουν αλλάξει.

Η πολιτική του σκουντήγματος, όπως και κάθε πολιτική που εφαρμόζεται ιεραρχικά από πάνω προς τα κάτω - γίνεται αντιληπτή ως ένα σωρευτικό μέγεθος που εφαρμόζεται στο κοινό-στόχο. Ακόμη και η πιο εύλογα διαφοροποιημένη “αρχιτεκτονική επιλογών” υποεκτιμά το πώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την τοπική γνώση στη διαδικασία της λήψης αποφάσεων.

Οι ρυθμιστές δεν είναι ρομπότ

Δεύτερον, οι πολιτικοί θεσμοί χαρακτηρίζονται από αναποτελεσματικότητες. Οι ρυθμιστές που στελεχώνουν τις μονάδες σκουντήγματος δεν είναι τέλεια ρομπότ. Είναι άνθρωποι, εξίσου σφαλεροί και προικισμένοι με εγγενείς προκαταλήψεις και ψυχολογικούς ευρετικούς μηχανισμούς όσο και οι καταναλωτές τους οποίους επιδιώκουν να σκουντήξουν. Όπως επισημαίνει ο M.D. Thomas:

“Οι παρακάτω προκαταλήψεις έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους ειδικού: (1) η προκατάληψη της δράσης, που ορίζεται ως η τάση να δρα κανείς υπερβολικά ενώπιον του ρίσκου και της αβεβαιότητας. (2) Η κινητροδοτημένη λογική, δηλαδή η τάση να καταλήγουμε στα συμπεράσματα που προτιμούμε για άλλους λόγους. (3) Η ψευδαίσθηση της εστίασης, δηλαδή η προκατάληψη που εμφανίζεται όταν ειδικοί εξετάζουν τις συνέπειες ενός συγκεκριμένου παράγοντα και υπερεκτιμούν τη σημασία του. (4) Οι συναισθηματικοί ευρετικοί μηχανισμοί που καταδεικνύουν ότι η επιχειρηματολογία μας είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των συναισθημάτων μας και (5) η ψευδαίσθηση της επάρκειας, δηλαδή η υπερβολική αυτοπεποίθηση ως προς τη γνώση που κατέχει κάποιος”.

Αντιμετωπίζουμε λοιπόν ένα γρίφο: Ποιος θα φρουρήσει τους φρουρούς; Μπορούμε εύλογα να περιμένουν ότι οι συμπεριφορικοί πατερναλιστές όχι μόνο δεν θα καταλαβαίνουν πλήρως τις ιδιαίτερες συνθήκες των ανθρώπων, αλλά και δεν θα μπορούν να εξαγάγουν την ωφέλεια που θα αποκομίσει ένα άτομο μετά το σκούντηγμα καλύτερα απ' ό,τι το ίδιο αυτό το άτομο; Αν οι συμπεριφορικοί πατερναλιστές υπόκεινται ομοίως σε προκαταλήψεις, τότε θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς το να τους αναθέσουμε την παραγωγή πολιτικών σκουντήγματος.

Δομικές αναποτελεσματικότητες

Κάτι ακόμη που δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε είναι οι δομικές αναποτελεσματικότητες που υπάρχουν στο επίπεδο των θεσμών. Αυτές επηρεάζουν τις δράσεις εκείνων που σχεδιάζουν τις πολιτικές σκουντήγματος. Οι διαμορφωτές πολιτικής και οι κρατικοί θεσμοί είναι συνδεδεμένοι με συγκεκριμένους κομβικούς δείκτες αποτελεσματικότητας που μπορεί να διαστρέφουν τους αρχικούς τους σκοπούς ή να ευνοούν συγκεκριμένες εταιρείες ή δωρητές που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της διαμόρφωσης πολιτικής.

Κατά τη διατύπωση του Thomas, υπάρχει ένα εντυπωσιακό κενό ως προς την ανάλυση της ανισότητας στη βιβλιογραφία των οικονομικών της συμπεριφοράς:

“Η βιβλιογραφία με θέμα τις συμπεριφορικές προτάσεις πολιτικής στη βάση της υποθέτει ότι οι γνωσιακοί περιορισμοί είναι ασύμμετροι ανάμεσα στους συμμετέχοντες στην αγορά και τους διαμορφωτές της πολιτικής. Αυτή η υπόθεση διευρύνει το πεδίο για παρεμβάσεις δημόσιας πολιτικής μέσω κειμένων ρυθμίσεων, νομοθεσίας και οδηγιών, καθώς και μέσω φορέων που παρέχουν συμβουλές ειδικών στους διαμορφωτές της πολιτικής και το δικαστικό σώμα”.

Όπως ακριβώς και οι παραδοσιακοί θεωρητικοί της αποτυχίας των αγορών του 20ου αιώνα, έτσι και οι οικονομολόγοι της συμπεριφοράς διαπράττουν ένα παρόμοιο λογικό σφάλμα της Νιρβάνα, υποθέτοντας ότι οι μονάδες σκουντήγματος και οι γραφειοκράτες τους θα λειτουργούν χωρίς προβλήματα και αποτελεσματικά. Μια τέτοια υπόθεση όμως είναι αδικαιολόγητη. Τα οικονομικά της συμπεριφοράς χρειάζονται μια συγκριτική θεσμική ανάλυση. Δεν έχουν περάσει τη δική τους επανάσταση της “Δημόσιας Επιλογής”.

Η παρέμβαση πάντα ενέχει ρίσκο

Τέλος, είναι άραγε ασφαλής η υπόθεση ότι οι ρυθμιστές μπορούν να πετύχουν να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά των καταναλωτών - που αποτελεί και τον θεμελιώδη στόχο της πολιτικής του σκουντήγματος; Τέτοιες συμπεριφορικές πολιτικές ήδη αποτελούσαν ένα βέλος στη φαρέτρα των ρυθμιστών πολύ πριν το παράδειγμα των οικονομικών της συμπεριφοράς γίνει δημοφιλές.

Ο μεγάλος φόρος στα τσιγάρα στη Νέα Υόρκη αποτελεί ένα πολύτιμο τέτοιο παράδειγμα. Μολονότι είχε ως στόχο να αποθαρρύνει το κάπνισμα, η σχετικά ανελαστική ζήτηση για τσιγάρα είχε ως αποτέλεσμα οι καπνιστές να δαπανούν περισσότερα χρήματα για τσιγάρα μετά την επιβολή του φόρου. Τα οικονομικά της συμπεριφοράς έχουν ένα μακρύ ιστορικό παραγωγής αρνητικών απρόθετων συνεπειών, για να μην αναφέρουμε τη βία που συνεπάγεται η μαύρη αγορά και η πολιτική διαφθορά.

Η επισήμανση των υποτιθέμενων “αναποτελεσματικοτήτων” της υφιστάμενης κατάστασης δεν συνεπάγεται αυτομάτως πως χρειάζεται κάποιος διαμορφωτής πολιτικής να παρέμβει και να την “διορθώσει” εκτός αν η εν λόγω παρέμβαση αποδεδειγμένα είναι ανώτερη από την υφιστάμενη κατάσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εξάγουμε πολύτιμα μαθήματα από τα οικονομικά της συμπεριφοράς. Είναι σίγουρο όμως ότι θα πρέπει να παραμείνουμε δύσπιστοι έναντι των σκουντηγμάτων, ιδίως όταν οι υποστηρικτές τους είναι πρόθυμοι να τα εφαρμόσουν σε περίπλοκες μορφές τους.

--

Ο Donovan Choy είναι μέλος των Students For Liberty Charter Teams.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Σεπτεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.