Το σουηδικό Κοινοβούλιο ανατρέπει για πρώτη φορά στην ιστορία την κυβέρνηση

Το σουηδικό Κοινοβούλιο ανατρέπει για πρώτη φορά στην ιστορία την κυβέρνηση

Της Elisabeth Braw*

Την Τετάρτη που μας πέρασε δείπνησα με ένα μέλος του σουηδικού κοινοβουλίου στην καφετέρια του κτιρίου. Δίπλα μας, κορυφαία μέλη τεσσάρων κεντροδεξιών κομμάτων, δύο από τα οποία στηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, δειπνούσαν επίσης και κατέγραψαν το δείπνο τους με μια ομαδική σέλφι. Λίγες ώρες μετά, έφτασαν τα νέα ότι επρόκειτο να ξεκινήσει διαδικασία ψήφου μομφής εναντίον της κυβέρνησης.

Η σημερινή κυβέρνηση είναι μια ανωμαλία - αλλά μια ανωμαλία δομική. Όπως πολλές προηγούμενες κυβερνήσεις, έχει ως πυρήνα τους Σοσιαλδημοκράτες, που κυβερνούν τη χώρα εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια όμως, τα εκλογικά τους ποσοστά έχουν μειωθεί, και στο σημερινό κοινοβούλιο κατέχουν μόλις 100 από τις 349 έδρες. Ακόμη και με τις ψήφους του Αριστερού Κόμματος (27 έδρες) και των Πρασίνων (16), οι Σοσιαλδημοκράτες δεν συγκεντρώνουν τις 175 έδρες που απαιτούνται για τη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όμως ούτε τα κεντροδεξιά κόμματα δεν συγκεντρώνουν πλειοψηφία: Από κοινού οι Μετριοπαθείς (70 έδρες), το Κόμμα του Κέντρου (31), οι Χριστιανοδημοκράτες (22) και οι Φιλελεύθεροι (19) συγκεντρώνουν μόλις 142 έδρες. Η θεμελιώδης πρόκληση που αντιμετωπίζουν είναι η εξής: τα τελευταία χρόνια οι Σουηδοί Δημοκράτες (που συνήθως χαρακτηρίζονται ως ακροδεξιοί αλλά είναι λιγότερο ακροδεξιοί από κάποιους από τους ομολόγους τους σε άλλες χώρες) έχουν ενισχυθεί έντονα το τελευταίο διάστημα. Σήμερα είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο σουηδικό κοινοβούλιο, το Riksdag, με 62 έδρες. Μέχρι σήμερα όμως, τα κόμματα τόσο της κεντροαριστεράς, όσο και της κεντροδεξιάς δηλώνουν ότι δεν θα συγκυβερνήσουν με τους Σουηδούς Δημοκράτες.

Αυτό καθιστά εξαιρετικά δύσκολο τον σχηματισμό κυβέρνησης. Την τελευταία φορά, μετά τις εθνικές εκλογές του 2018, ο πρωθυπουργός Stefan Löfven χρειάστηκε γι’ αυτό αρκετούς μήνες, και ακόμη και έτσι, η κυβέρνηση που σχημάτισε ήταν εύθραυστη: οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι σχηματίζουν μια συμμαχία που στηρίζεται από το Κόμμα του Κέντρου και τους Φιλελεύθερους, και το Αριστερό Κόμμα ψηφίζει υπέρ της κυβέρνησης. Το Αριστερό Κόμμα πάντα ψήφιζε υπέρ των Σοσιαλδημοκρατών πιστεύοντας ότι αυτό είναι καλύτερο από το να υποστηρίξει μια κεντροδεξιά συμμαχία.

Λίγο μετά το δείπνο όμως στην καφετέρια του σουηδικού κοινοβουλίου, το Αριστερό Κόμμα ξαφνικά ανακοίνωσε ότι δεν αντέχει άλλο. Αισθανόμενο ότι αγνοείται από την κυβέρνηση σε ότι αφορά το σχετικά ήσσονας σημασίας ζήτημα των ενοικίων στην αγορά των νεόδμητων ιδιοκτησιών, ανακοίνωσε ότι σταματά να στηρίζει την κυβέρνηση. Οι Σουηδοί Δημοκράτες γρήγορα διατύπωσαν αίτημα ψήφου μομφής και σήμερα - τη Δευτέρα, 21 Ιουνίου - ο συνδυασμός των δυνάμεων των Σουηδών Δημοκρατών, των Μετριοπαθών, του Αριστερού Κόμματος και των Χριστιανοδημοκρατών έριξαν τον Löfven και την κυβέρνησή του. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Σουηδίας που μια κυβέρνηση ανατρέπεται από το κοινοβούλιο.

Πλέον ο Löfven έχει την επιλογή να προσπαθήσει να σχηματίσει μια νέα συμμαχία ή να κηρύξει νέες εκλογές. Δεδομένου του ότι οι επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές έχουν προγραμματιστεί για το φθινόπωρο του 2022, η προσθήκη νέων εκλογών προφανώς δεν βολεύει, και ακόμη και τα κόμματα που είναι πιθανότερο να τα πάνε καλά σε αυτές τις εκλογές θα δυσκολευτούν να συντάξουν εκλογικά προγράμματα και καταλόγους υποψηφίων. Αλλά και ο σχηματισμός μιας νέας κυβερνητικής συμμαχίας θα είναι κι αυτός μια πρόκληση - τόσο για τον Löfven, όσο και για όποιον άλλο αρχηγό κόμματος λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από το κοινοβούλιο. Μια κυβέρνηση μεταξύ δύο εκλογών δεν είναι κάτι το πρωτάκουστο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 1982, το φιλελεύθερο FDP της Δυτικής Γερμανίας αποχώρησε από την τότε κυβερνητική συμμαχία με πυρήνα τους Σοσιαλδημοκράτες υπέρ των Χριστιανοδημοκρατών και του CSU της Βαυαρίας, γεγονός που οδήγησε στην απώλεια της καγκελαρίας από τον Χέλμουτ Σμιτ και την ανάληψή της από τον Χέλμουτ Κολ.

Μάλιστα, οι ανορθόδοξες συμμαχίες δεν είναι πρωτάκουστες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Δυτική Γερμανία και τη σημερινή Γερμανία οι Χριστιανοδημοκράτες και το CSU έχουν ξανά και ξανά συμμαχίσει στο πλαίσιο των λεγόμενων Μεγάλων Συμμαχιών με τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD. Η Φινλανδία συχνά διαμορφώνει μεγάλες συμμαχίες με τα κόμματα μερικές φορές να μη συμφωνούν σχεδόν σε τίποτα πέραν της ανάγκης να υπάρχει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφίας. Και στη Νορβηγία, η Πρωθυπουργός Erna Solberg του κεντροδεξιού κόμματος Høyre κυβέρνησε στο παρελθόν σε μια συμμαχία με το Κόμμα της Προόδου που είναι ιδεολογικά παρόμοιο με τους Σουηδούς Δημοκράτες.

Αυτό που είναι σαφές σήμερα, είναι πως τα πολιτικά κόμματα της Σουηδίας θα χρειαστεί να εγκαταλείψουν την παλιά τους παράδοση να κυβερνούν μόνο με ιδεολογικούς συμμάχους. Είναι βέβαιο πως η διαπραγμάτευση και η σύνθεση ενός προγράμματος μιας συμμαχίας δυνάμεων με πολύ διαφορετικές απόψεις είναι μια εξαιρετικά δύσκολη πρόκληση: αρκεί κανείς να δει τη σημερινή μεγάλη συμμαχία της Γερμανίας. Όμως τα κόμματα της Σουηδίας μπορεί να συμφωνήσουν τελικά ότι αυτές οι συμμαχίες που καταργούν τα παραδοσιακά μπλοκ είναι προτιμητέες έναντι μιας αδύναμης κυβέρνησης. Η άλλη εναλλακτική βεβαίως είναι το παράδειγμα της Solberg και η συγκυβέρνηση με τους Σουηδούς Δημοκράτες.

Οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν διατηρούν πλέον μια εφ’ όρου ζωής σχέση με κάποιο κόμμα. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει μάλιστα ότι η ιδεολογία εξαφανίζεται έναντι της ψήφου βάσει συγκεκριμένων ζητημάτων. Σε κάθε περίπτωση, στις 21 Ιουνίου οι Σουηδοί βουλευτές και ψηφοφόροι είναι πολύ πιθανό να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι επί δεκαετίες συνήθεια της χώρας τους να σχηματίζονται ιδεολογικά συνεκτικές αλλά αδύναμες συμμαχίες μπορεί πλέον να μην ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής.

*Η Elisabeth Braw είναι ερευνήτρια στο American Enterprise Institute.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Ιουνίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.