Bank of England: Ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τις τεχνολογικές προκλήσεις
shutterstock
shutterstock

Bank of England: Ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τις τεχνολογικές προκλήσεις

Τουλάχιστον ανησυχητική είναι η ανεξάρτητη έκθεση για λογαριασμό της Τράπεζας της Αγγλίας που διεξήχθη από τον Μπεν Μπερνάνκι. Ο Μπεν Μπερνάνκι είναι Αμερικανός οικονομολόγος και πρώην πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, για δύο θητείες.

Ο Μπερνάνκι διορίστηκε σε αυτήν τη θέση από τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους, καθώς παλαιότερα είχε διατελέσει επικεφαλής του συμβουλίου του Προέδρου Μπους για οικονομικά θέματα.Φυσικά, το μήνυμα ξεπερνά τα σύνορα της Αγγλίας, με πολλούς κεντρικούς τραπεζίτες να πρέπει να ξεκινήσουν να αναρωτιούνται εάν έχουν τους κατάλληλους μηχανισμούς και τεχνολογική επάρκεια να αντιμετωπίσουν σύγχρονες προκλήσεις.

Μεταξύ των ευρημάτων της έρευνας είναι πως η Τράπεζα της Αγγλίας, συντηρεί απαρχαιωμένο λογισμικό και ανεπαρκείς πόρους. Αρκετές από τις διαδικασίες είναι χειροκίνητες, ενώ τα παλιά μοντέλα συμβάλλουν σε ανακριβείς οικονομικές προβλέψεις.

Οι συστάσεις του Μπερνάνκι περιλαμβάνουν σημαντικές ενημερώσεις στο λογισμικό, συντήρηση μοντέλων και μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση των πολιτικών της τράπεζας.

Η μελέτη ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2023 λόγω των συχνών εσφαλμένων εκτιμήσεων της Τράπεζας κατά τη διάρκεια της οικονομικής αστάθειας που προκλήθηκε από την πανδημία.

Η μελέτη με επικεφαλής τον Μπερνάνκι, αποκάλυψε ότι η Τράπεζα της Αγγλίας βασίζεται σε απαρχαιωμένο λογισμικό και χειροκίνητες διαδικασίες όπου πρέπει να γίνει αυτοματοποίηση. Τα «σοβαρά προβλήματα» της Τράπεζας της Αγγλίας περιλαμβάνουν την έλλειψη κρίσιμων λειτουργιών απαραίτητων για ακριβή οικονομική ανάλυση και προβλέψεις. Η μελέτη διαπιστώνει ότι το πρωτεύον οικονομικό μοντέλο «COMPASS» έχει «σημαντικές ελλείψεις», οι οποίες εμποδίζουν την ικανότητα της Τράπεζας να εκτελεί οικονομικές αναλύσεις και να παράγει αξιόπιστες προβλέψεις.

Τα ευρήματα του Μπερνάνκι αποκαλύπτουν επίσης έλλειψη πόρων. Ο Μπερνάνκι σημείωσε ότι σε περίοδο οικονομικής αβεβαιότητας όταν η ακριβής πρόβλεψη είναι πιο σημαντική από ποτέ, το προσωπικό της Τράπεζας καταναλώνεται υπερβολικά με την παραγωγή τρεχουσών προβλέψεων που δεν αφήνουν καμία δυνατότητα βελτίωσης ή διατήρησης βασικών εργαλείων και μοντέλων πρόβλεψης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εξάρτηση από πρόχειρες επιδιορθώσεις και ένα υπερβολικά περίπλοκο σύστημα που αποτυγχάνει να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες στην εποχή που υπάρχουν λογισμικά που μπορούν να καλύψουν αυτές τις ανάγκες.

Βασική σύσταση της έκθεσης είναι ο εκσυγχρονισμός του λογισμικού διαχείρισης και ανάλυσης δεδομένων της Τράπεζας. Για να διορθωθούν τα τρέχοντα ζητήματα, η μελέτη συμβουλεύει ότι η συντήρηση και η ανάπτυξη νέων οικονομικών μοντέλων θα πρέπει να αποτελέσει συνεχή προτεραιότητα. Συνιστά τακτικές αξιολογήσεις και ενημερώσεις των μοντέλων.

Μακροπρόθεσμα, η ανασκόπηση ενθαρρύνει την Τράπεζα της Αγγλίας να προβεί σε ενδελεχή αναθεώρηση του πλαισίου προβλέψεών της. Η Τράπεζα της Αγγλίας θα πρέπει είτε να αντικαταστήσει, είτε να ανανεώσει το υπάρχον μοντέλο COMPASS για να συμπεριλάβει άλλα μοντέλα.

Στόχος αυτών των συστάσεων είναι η ενίσχυση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής (MPC) παρέχοντας πιο αξιόπιστες οικονομικές προβλέψεις.

Η μελέτη αναφέρει:«Το συγκεκριμένο πλαίσιο και τα μοντέλα που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να αποφασίζονται σε μια χρονική περίοδο. Ωστόσο, προκειμένου το προσωπικό να μπορεί να ανταποκρίνεται έγκαιρα στα αιτήματα των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής για νέες αναλύσεις, η ευελιξία, η διαφάνεια και η ευκολία χρήσης (συμπεριλαμβανομένης της αυτοματοποίησης των διαδικασιών που γίνονται τώρα χειροκίνητα) θα πρέπει να είναι σημαντικά κριτήρια για ένα αναδιαρθρωμένο σύστημα».

Οι συστάσεις περιλαμβάνουν την απομάκρυνση από τις τρέχουσες πρακτικές.

Οι οικονομικοί αναλυτές της Deutsche Bank Research πιστεύουν ότι η ανανέωση είναι πρόκληση και σε έκθεσή τους αναφέρουν: «Θα χρειαστεί περισσότερη δουλειά για να βελτιωθεί η υποδομή προβλέψεων της Τράπεζας και θα γίνουν κάποιες αλλαγές στις για να βελτιωθεί η διαφάνεια στις μελλοντικές αποφάσεις πολιτικής».