Γιατί «φρενάρει» ο δανεισμός των επιχειρήσεων
Τράπεζες

Γιατί «φρενάρει» ο δανεισμός των επιχειρήσεων

Αν και οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν μεγάλη ρευστότητα και ικανότητα να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, τα νέα δάνεια δεν αυξάνονται ή τουλάχιστον δεν αυξάνονται επαρκώς το τελευταίο διάστημα. Η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες σε ένα χρόνο, έχει κάνει διστακτικές τις επιχειρήσεις ειδικά τις μικρότερες και πιθανόν λιγότερα οργανωμένες, ενώ έχει φρενάρει καταναλωτές και νοικοκυριά. 

Στοιχεία της ΤτΕ, δείχνουν ότι το σύνολο του δανεισμού αυξήθηκε μεταξύ 2021 και 2022 κατά 7 δισ. ευρώ με νέα υγιή δάνεια και ήδη φέτος από την αρχή του χρόνου το σύνολο των χρηματοδοτήσεων έχει μειωθεί κατά 3,5 δισ. ευρώ. Λιγότερο μειώνονται τα δάνεια σε επιχειρήσεις γεγονός παρήγορο, αφού αυτός είναι ο βασικός μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας. 

Τα στοιχεία για το σύνολο των χρηματοδοτήσεων που επεξεργάζεται η ΤτΕ προκαλούν προβληματισμό, καθώς η ανάπτυξη της οικονομίας επιτυγχάνεται με επενδύσεις και οι επενδύσεις απαιτούν δανεισμό, ενώ η κατανάλωση που συμβάλλει επίσης σημαντικά στο ΑΕΠ, διευκολύνεται κι αυτή με το δανεισμό. 

Η ελληνική οικονομία μετά από 10 και πλέον χρόνια επενδυτικού κενού, έκρυβε μεγάλη δυναμική, η οποία όταν απελευθερώθηκε με το τέλος της πανδημίας, εκτόξευσε τα μεγέθη στην υγιή χρηματοδότηση τα οποία έκαναν αμέσως την εμφάνισή τους και στο ΑΕΠ της χώρας, αλλά και στη μεγάλη καθαρή πιστωτική επέκταση των τραπεζών.

Μετά το τέλος της πανδημίας και τη μεγάλη εκκαθάριση των κόκκινων δανείων έως το τέλος του 2021, τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών με υγιή δάνεια αυξήθηκαν αλματωδώς, αλλά η πορεία αυτή συνάντησε σημαντικά εμπόδια στο τέλος του 2022, μετά από μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, οι οποίες συνεχίστηκαν.

Εκείνο που δεν συνεχίστηκε ήταν η αλματώδης αύξηση της καθαρής πιστωτικής επέκτασης. Οι επιχειρήσεις που είχαν ρευστότητα άρχισαν να εξοφλούν το δανεισμό τους και οι μικρότερες επιχειρήσεις που είχαν ίσως και τη μεγαλύτερη ανάγκη δανεισμού για να ψηφιοποιηθούν και να κάνουν το βήμα για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές, έμειναν διστακτικές να παρακολουθούν το ράλι των επιτοκίων.

Στο μεταξύ, οι μεγάλες επιχειρήσεις και ειδικά για τα πράσινα δάνεια στον τομέα της ενέργειας, φρόντισαν να επενδύσουν. Αλλά τα δάνεια για ψηφιοποίηση που αφορούν και ενδιαφέρουν τους πάντες, δεν κινούνται με τον ίδιο ανοδικό ρυθμό μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τις πληροφορίες.

Μία ενδιαφέρουσα έρευνα της Eurobank σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις έδειξε ότι λιγότερο από το 1/3 των επιχειρήσεων σχεδιάζουν επενδύσεις και περίπου η μία στις δύο (κυρίως ΜμΕ και μικρές επιχειρήσεις) παρά το πλήγμα στα κόστη τους που έχει επιφέρει ο πληθωρισμός, δεν γνωρίζουν τις δυνατότητες που παρέχουν τα ειδικά εργαλεία και τα ευνοϊκά προγράμματα για φθηνότερα δάνεια όπως ο αναπτυξιακός νόμος, το ΕΣΠΑ, τα προγράμματα της ΕΑΤ, το «εξοικονομώ» κλπ για να μπορέσουν να επενδύσουν, με καλύτερους όρους. 

Μόνο οι μισές επιχειρήσεις είναι ενήμερες για τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα που προσφέρονται μέσω των διαφόρων θεσμών (ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός Νόμος, Εξοικονομώ-Επιχειρώ), σύμφωνα με τα ευρήματα αυτής της έρευνας. 

Είναι σημαντικό λοιπόν να ενημερωθούν οι ΜμΕ επιχειρήσεις και οι μικρότερες ή ατομικές επιχειρήσεις, για τα εργαλεία που διατίθενται, τα τελικά επιτόκια και κόστος χρηματοδότησης με βάση το ΕΣΠΑ και τον αναπτυξιακό νόμο, για να τολμήσουν επενδύσεις.

Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΤτΕ για τα δάνεια στην Ελλάδα

Από τον Ιανουάριο του 2022 που οι ελληνικές τράπεζες είχαν γυρίσει οριστικά σελίδα, μειώνοντας μέσα λίγους μήνες κατά 10 δισ. ευρώ τα κόκκινα δάνεια, τα χαρτοφυλάκια δανείων τους άρχισαν να αυξάνονται και η πρόοδος που είχε συντελεστεί στην ελληνική οικονομία άρχισε να αποκτά ρίζες και να αποδίδει καρπούς, με σταθερούς αναπτυξιακούς ρυθμούς στην οικονομία και σταθερή αυξανόμενη χρηματοδότηση προς τον ιδιωτικό τομέα, τις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές, τα νοικοκυριά.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις προχωρούσαν σε επενδύσεις και άρχισαν να αξιοποιούν τα διαθέσιμα εργαλεία για ευνοϊκές χρηματοδοτήσεις ώστε να μειώσουν τα κόστη τους, να γίνουν πιο σύγχρονες, ανταγωνιστικές και αποδοτικές σε σχέση με τον ανταγωνισμό που αντιμετώπιζαν, ενώ εστίαζαν στη μετάβασή τους σε παραγωγή και κατανάλωση πράσινης ενέργειας και στην απαιτούμενη ψηφιοποίησή τους που είναι και οι βασικοί πυλώνες τους οποίους χρηματοδοτεί το ΤΑΑ. 

Στο τέλος Ιουλίου του ίδιου χρόνου, με τον πληθωρισμό να αυξάνεται η ΕΚΤ ξεκίνησε τις αυξήσεις επιτοκίων και ένα χρόνο αργότερα τα έχει αυξήσει κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ η χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών έχει σταθεροποιηθεί σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο μεν, αλλά δεν συνεχίζει την έντονα αυξητική πορεία της.

Το Δεκέμβριο του 2022 η ΕΚΤ είχε προλάβει μέσα σε πέντε μήνες να αυξήσει τα επιτόκια αναφοράς της κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες. Η μισή αύξηση από τα τρέχοντα επίπεδα επιτοκίων είχε συντελεστεί με ένα ξέφρενο ράλι ανόδου.

Τον ίδιο μήνα κορύφωναν τα δάνεια και οι χρηματοδοτήσεις στην Ελλάδα. Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα από τα 108,3 δισ. ευρώ του Ιανουαρίου 2023 είχε εκτοξευθεί μέχρι τα 115,49 δισ. ευρώ έως το Δεκέμβριο. Οι τοποθετήσεις τραπεζών σε επιχειρηματικά ομόλογα μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων είχε παράλληλα αυξηθεί σε 1,2 δισ. ευρώ από 1,07 δισ. ευρώ στην αρχή του ίδιου χρόνου.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΤτΕ για το σύνολο των χρηματοδοτήσεων μέχρι και τον Αύγουστο φέτος, η εικόνα διαμορφώνεται πλέον ως εξής:

-Το σύνολο των χρηματοδοτήσεων από τα 115,49 δισ. ευρώ, έχει υποχωρήσει στα 111,96 δισ. ευρώ, δηλαδή είναι 3,5 δισ. ευρώ λιγότερα. 

-Η χρηματοδότηση μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων από τα 57,97 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2021 εκτοξεύθηκε στα 64 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2022 μέσα σε ένα μόλις χρόνο. Τα δάνεια σε επιχειρήσεις είχαν αυξηθεί κατά 6 δισ. ευρώ. Ήταν ένας πραγματικός οργασμός επενδύσεων. 

-Τον Αύγουστο του 2023 οκτώ μήνες αργότερα, τα δάνεια αυτά είχαν υποχωρήσει στα 62,07 δισ. ευρώ και το σύνολο των χρηματοδοτήσεων είχε μειωθεί σχεδόν κατά δύο δισ. ευρώ. Έχει δηλαδή διατηρηθεί το «κέρδος» των νέων χρηματοδοτήσεων κατά τα 2/3 το οποίο πιθανότατα αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό σε προγράμματα για νέες επενδύσεις τα οποία δεν «μηδενίζουν», αλλά έχει χαθεί το υπόλοιπο.

-Οι τοποθετήσεις των τραπεζών σε ομόλογα μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που είναι επίσης ένα καλό εργαλείο χρηματοδότησης έχουν αυξηθεί αν και λίγο στα 1,262 δισ. ευρώ, από 1,2 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022.

-Τα δάνεια σε ελεύθερους επαγγελματίες, ατομικές επιχειρήσεις και αγρότες, υποχωρούν σταθερά ήδη από την πανδημική περίοδο και πλέον από τα 4,77 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2022 έχουν φθάσει στα 4,52 δισεκ. ευρώ. 

-Τα στεγαστικά δάνεια έχουν μειωθεί στο ίδιο διάστημα περίπου κατά 1 δισ. ευρώ, από 29,75 σε 28,71 δισ. ευρώ.

-Τα καταναλωτικά δάνεια παρουσιάζουν μικρές αυξομειώσεις και επί της ουσίας παραμένουν σταθερά, από 8,68 δισ. ευρώ σε 8,6 δισ. ευρώ, από την αρχή του έτους.