Πόσο χαμηλότερα μπορεί να οδηγήσει τις μετοχές

Πόσο χαμηλότερα μπορεί να οδηγήσει τις μετοχές

Τον περασμένο μήνα, όταν ο πρόεδρος της Federal Reserve Jerome Powell μίλησε σε μια οικονομική διάσκεψη στο Jackson Hole του Wyoming, εξέδωσε μια ωμή προειδοποίηση: Η προσπάθεια της Fed να περιορίσει τον πληθωρισμό αυξάνοντας επιθετικά τα επιτόκια, είπε, «θα φέρει κάποιο πόνο» για τους Αμερικανούς.

Πράγματι χθες η κεντρική τράπεζα αύξησε το βασικό της βραχυπρόθεσμο επιτόκιο κατά σημαντικά τρία τέταρτα της μονάδας (0,75%)για τρίτη συνεχόμενη φορά. Μια τέτοια τόσο μεγάλη αύξηση ενισχύει το επιτόκιο αναφοράς - το οποίο επηρεάζει πολλά καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια - σε ένα εύρος από 3% έως 3,25%, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 ετών.
Με βάση τις προβλέψεις των αξιωματούχων της Fed τα επιτόκια αναμένεται να φτάσουν στο 4,4% στο τέλος της φετινής χρονιάς και να πιάσουν «ταβάνι» στο 4,6% το 2023.

Σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις της Fed για την αμερικανική οικονομία, η ανεργία εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 3,8% φέτος και στο 4,4% το 2023, ενώ η ανάπτυξη θα είναι αναιμική, επιβραδυνόμενη στο 0,2% το 2022, προτού επιταχυνθεί στο 1,2% το 2023.
Ο κ. Πάουελ τόνισε μετά την απόφαση, ότι το κύριο μήνυμά του δεν έχει αλλάξει από το συμπόσιο του Jackson Hole και  ότι η κεντρική τράπεζα θα χρειαστεί να φέρει το επιτόκιο σε ένα «περιοριστικό επίπεδο» και να το διατηρήσει εκεί «για κάποιο χρονικό διάστημα».

Τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια σε αυτό το επίπεδο θα κάνουν επομένως πιθανότερη την ύφεση το επόμενο έτος αυξάνοντας απότομα το κόστος των στεγαστικών δανείων, των δανείων αυτοκινήτων και των επιχειρηματικών δανείων.

Η Fed σκοπεύει με αυτό το υψηλότερο κόστος δανεισμού να επιβραδύνει την ανάπτυξη «ψύχοντας» μια ακόμα ισχυρή αγορά εργασίας για να περιορίσει την αύξηση των μισθών και άλλες πληθωριστικές πιέσεις. Ωστόσο, αυξάνεται ο κίνδυνος η Fed να αποδυναμώσει την οικονομία τόσο πολύ ώστε να προκαλέσει μια ύφεση που θα προκαλούσε μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας.

Η οικονομία δεν έχει δει επιτόκια τόσο υψηλά όσο προβλέπει η Fed πριν από την οικονομική κρίση του 2008. Την περασμένη εβδομάδα, το μέσο σταθερό επιτόκιο στεγαστικών δανείων ξεπέρασε το 6%, το υψηλότερο σημείο των τελευταίων 14 ετών. Το κόστος δανεισμού πιστωτικών καρτών έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο από το 1996.

Ο Πάουελ και άλλοι αξιωματούχοι της Fed εξακολουθούν να λένε ότι ο στόχος της Fed είναι να επιτύχει μια «ήπια προσγείωση», με την οποία θα επιβράδυναν την οικονομία αρκετά για να δαμάσουν τον πληθωρισμό, αλλά όχι τόσο ώστε να πυροδοτήσουν ύφεση.Η έκθεση για τον πληθωρισμό  (8,3%) της προηγούμενης εβδομάδας τεκμηριώνει επίσης πόσο ευρέως έχει εξαπλωθεί ο πληθωρισμός στην οικονομία, περιπλέκοντας το έργο της Fed.

Ο πληθωρισμός φαίνεται πλέον να τροφοδοτείται όλο και περισσότερο από τους υψηλότερους μισθούς και τη σταθερή επιθυμία των καταναλωτών να ξοδεύουν και λιγότερο από τις ελλείψεις προσφοράς που είχαν ταλαιπωρήσει την οικονομία κατά τη διάρκεια της πανδημικής ύφεσης. 

Οι ραγδαίες αυξήσεις επιτοκίων της Fed αντικατοπτρίζουν τα βήματα που κάνουν άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, συμβάλλοντας στις ανησυχίες για μια πιθανή παγκόσμια ύφεση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε την περασμένη εβδομάδα το επιτόκιο αναφοράς κατά τρία τέταρτα της εκατοστιαίας μονάδας. Η Τράπεζα της Αγγλίας, η Αποθεματική Τράπεζα της Αυστραλίας και η Τράπεζα του Καναδά πραγματοποίησαν όλες έντονες αυξήσεις επιτοκίων τις τελευταίες εβδομάδες.

Προχτές η Κριστίν Λαγκάρντ σε ομιλία της στη Φραγκφούρτη, επισήμανε ότι  «η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να αποτρέψει τις πρώτες επιπτώσεις πολλών τέτοιων σοκ. Δεν θα επιτρέψουμε αυτή η περίοδος υψηλού πληθωρισμού να επηρεάσει την οικονομική συμπεριφορά και να δημιουργήσει ένα χρόνιο πρόβλημα», ανέφερε, παραδεχόμενη, ότι η άνοδος των τιμών στην ευρωζώνη αποδείχθηκε πολύ υψηλότερη και πιο επίμονη από ό,τι αρχικά αναμενόταν.

Πολλοί οικονομολόγοι ακούγονται πεπεισμένοι ότι η ύφεση και οι εκτεταμένες απολύσεις θα είναι απαραίτητες για την επιβράδυνση της αύξησης των τιμών. Έρευνα που δημοσιεύτηκε νωρίτερα αυτόν τον μήνα υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Brookings κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανεργία μπορεί να πρέπει να φτάσει έως και το 7,5% για να επανέλθει ο πληθωρισμός στο στόχο του 2% της Fed. 


Η επίπτωση στις μετοχές 

Πόσο όμως θα επηρεαστούν οι μετοχικές αξίες σε Αμερική και Ευρώπη (φυσικά και Ελλάδας) δεδομένου ότι η κρίση συνεχίζεται και η νομισματική σύσφιξη συνεχίζεται; 
Στο γράφημα του S&P επισημαίνεται η μεγάλη στήριξη του εκθετικού κινητού μέσου των 200 εβδομάδων, όταν ο δείκτης κατέγραψε στις 16 Ιουνίου 3636,87 μονάδες  και αμέσως μετά η διαγραμματικά αναμενόμενη αντίδραση μέχρι τις 4280 μονάδες, όπου και προεξοφλήθηκαν τα επόμενα βήματα της  FED. 

Στη φάση αυτή αποτυπώνεται η  συνεχής αλληλουχία των επιθετικών αυξήσεων από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ  προκειμένου να εμπεδωθεί ο «πόνος» που είχε αναφέρει ο κ. Πάουελ. 


S&P 500  - EΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΓΡΑΦΗΜΑ

Διαγραμματικά, η «εμπέδωση» αυτή,  είναι  πιθανό  να προκαλέσει καθοδική διάσπαση της μεγάλης γραμμής τάσης D  από τα χαμηλά του Μαρτίου του 2020, με στόχους, τον απλό κινητό μέσο των 200 εβδομάδων  στο επίπεδο των 3590 μονάδων και στο 50% της fibo διόρθωσης στις 3500 μονάδες.  Αντίθετα, ανοδική αντίδραση μέχρι τις 4234 μονάδες είναι πιθανή, εάν και εφόσον η αμερικάνικη οικονομία δείξει «αντοχές» που δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν σε αυτή τη φάση.

Στη δική μας Ήπειρο, που το ενεργειακό λόγω της κρίσης επηρεάζει ιδιαίτερα τα περιουσιακά στοιχεία των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, φαίνεται ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουν αντιδράσει καλύτερα, είτε λόγω της μικρότερης εξάρτησής τους από το Ρωσικό Φυσικό Αέριο, είτε λόγω του τουρισμού που ενίσχυσε τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. 


ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΗΜΑ : ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ ΧΑ- DAX 30 - S&P500


Όπως επισημαίνεται στο συγκριτικό γράφημα ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, καταγράφει μικρότερες απώλειες από τα δυο μεγάλα χρηματιστήρια του πλανήτη από την αρχή του χρόνου. Οι παράγοντες  ποικίλουν και αφορούν τη μεγέθυνση του ΑΕΠ της χώρας το α' εξάμηνο (+7,85%), τις πολύ καλές επιδόσεις του Τουρισμού, την εξυγίανση του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών  αλλά και το γεγονός ότι λόγω των μνημονιακών χρόνων η ελληνική αγορά υποαπέδωσε όλα τα προηγούμενα χρόνια.