Ανησυχία από την έξαρση κρουσμάτων κοκκύτη – Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο
Shutterstock
Shutterstock

Ανησυχία από την έξαρση κρουσμάτων κοκκύτη – Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο

Σοβαρή ανησυχία στους επαγγελματίες υγείας, έχει προκαλέσει η έξαρση του κοκκύτη στη χώρα μας. «Έχουμε έξαρση του κοκκύτη φέτος και πρόκειται για ένα θανατηφόρο νόσημα στους πρώτους μήνες ζωής», λέει η αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελεύθερων Επαγγελματιών Παιδιάτριων Αττικής, Άννα Παρδάλη.

Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σύλλογο Επισκεπτών Υγείας, οι έγκυες γυναίκες πρέπει να εμβολιάζονται σε κάθε κύηση με μια δόση εμβολίου Tdap ή Tdap-IPV για τον κοκκύτη, κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης, ανεξάρτητα από προηγούμενο εμβολιασμό με Td/TdaP.

Οι λεχωΐδες που δεν εμβολιάστηκαν κατά τη διάρκεια της κύησης μπορούν να εμβολιαστούν μετά τον τοκετό. Τα μέλη της οικογένειας που δεν είναι πλήρως εμβολιασμένα πρέπει να εμβολιάζονται τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν την επαφή με νεογνά και βρέφη.

Η προστασία των βρεφών από σοβαρή νόσηση και θάνατο, εξαιτίας του κοκκύτη, επιτυγχάνεται μέσω του έγκαιρου εμβολιασμού, ο οποίος ξεκινά τον 2ο μήνα της ζωής και ολοκληρώνεται σύμφωνα με το εθνικό χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών. Το εμβόλιο DTaP χορηγείται στον 2ο, 4ο, 6ο, 15ο-18ο μήνα της ζωής και στα 4-6 έτη. Το εμβόλιο TdaP χορηγείται στην ηλικία 11-12 ετών, μεταξύ 18-25 ετών, και ως αναμνηστική δόση ανά δεκαετία.

Ιδιαίτερη σημασία έχει ο εμβολιασμός των επαγγελματιών υγείας, οι οποίοι πρέπει να λαμβάνουν αναμνηστική δόση TdaP ανά δεκαετία.

Η έγκαιρη αντιμετώπιση του κοκκύτη είναι ζωτικής σημασίας πριν ξεκινήσουν οι κρίσεις βήχα, τονίζει ο Σύλλογος. Οι επαγγελματίες υγείας γενικά χρησιμοποιούν αντιβιοτικά για τη θεραπεία του κοκκύτη. Μπορεί να απαιτηθεί περαιτέρω θεραπεία στο νοσοκομείο εάν τα συμπτώματα είναι σοβαρά.

Η ηλικία και οι υποκείμενες ιατρικές παθήσεις μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο κάποιου να εμφανίσει σοβαρή περίπτωση κοκκύτη. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αποτρέψετε αυτά τα άτομα από το να αρρωστήσουν. Τα μωρά κάτω του 1 έτους διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν κοκκύτη και να εμφανίσουν σοβαρές επιπλοκές από αυτόν.

«Κάνω έκκληση να μην υπάρχει καμία εγκυμονούσα η οποία να μην έχει εμβολιαστεί με το εμβόλιο του κοκκύτη. Πρόκειται για το τριπλό εμβόλιο: διφθερίτιδα – τετάνου – κοκκύτη και πρέπει όλες οι έγκυες γυναίκες μετά την 27η εβδομάδα της κύησης τους να το κάνουν», επισημαίνει η κα. Παρδάλη.

Τα συμπτώματα που θα σας προϊδεάσουν

Αρχικά, τα συμπτώματα είναι συνήθως παρόμοια με εκείνα του κοινού κρυολογήματος με ρινική καταρροή, πυρετό, και ήπιο βήχα. Αυτό, στη συνέχεια, ακολουθείται από εβδομάδες σοβαρών σπασμών βήχα. Μετά από μια παύση του βήχα, μπορεί να εμφανιστεί ένας υψίσυχνος ήχος σαν κραυγή ή λαχάνιασμα καθώς το άτομο αναπνέει.

Οι φάσεις

Το πρόδρομο ή καταρροϊκό που διαρκεί 1-2 εβδομάδες κατά τις οποίες ο ασθενής έχει καταρροϊκά φαινόμενα και άτυπο ερεθιστικό ξηρό βήχα αρχικά νυκτερινό.

Το παροξυσμικό που διαρκεί 1-6 εβδομάδες και ο βήχας γίνεται προοδευτικά εντονότερος, επέρχεται κατά παροξυσμούς και παίρνει σπασμωδικό (κοκκυτικό) χαρακτήρα. Οι παροξυσμοί του βήχα φθάνουν κατά μέσο όρο τους 15 το 24ωρο. Χαρακτηριστικά μετά από βαθιά εισπνοή επέρχονται κατά την ίδια εκπνοή πολλές βηχικές ώσεις, τις οποίες ακολουθεί βαθιά, ηχηρή, συριγμώδης εισπνοή (εισπνευστικός συριγμός). Ο παροξυσμός περιλαμβάνει επεισόδια βήχα που διαδέχονται το ένα το άλλο με αυξανόμενη ένταση που συχνά τελειώνουν με εμετό. Στην αιχμή των παροξυσμών του βήχα προκαλείται άπνοια που οδηγεί σε κυάνωση η οποία παρέρχεται μετά από εισπνευστικό συριγμό.

Το στάδιο της αποδρομής που διαρκεί 2-3 εβδομάδες και οι παροξυσμοί γίνονται ηπιότεροι και αραιότεροι και τελικά σταματούν. Ο πυρετός κατά τη διάρκεια της νόσου όταν υπάρχει είναι συνήθως ήπιος.

Τρόπος μετάδοσης

Η μετάδοση γίνεται αερογενώς με σταγονίδια ή με άμεση επαφή με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα νοσούντων ατόμων. Σε εμβολιασμένους πληθυσμούς, τα βακτήρια συχνά μεταφέρονται στο σπίτι από ένα μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφάκι ή μερικές φορές από έναν ενήλικα.

Η διάγνωση

Η διάγνωση του κοκκύτη στηρίζεται συνήθως στο χαρακτηριστικό ιστορικό, την κλινική εικόνα και τη χαρακτηριστική λευκοκυττάρωση με υπεροχή των λεμφοκυττάρων. Ωστόσο, σε άτυπες περιπτώσεις καθώς και σε αυτές που η κλινική εικόνα διαφοροποιείται λόγω εμβολιασμού ο εργαστηριακός έλεγχος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος.

Η προτιμώμενη εργαστηριακή μέθοδος είναι η απομόνωση του αιμόφιλου του κοκκύτη σε καλλιέργεια ρινοφαρυγγικών εκκριμάτων. Για τη λήψη του ρινοφαρυγγικού εκκρίματος επιβάλλεται η χρήση στυλεού με Dacron ή αλγινικό ασβέστιο και οπωσδήποτε όχι με βαμβάκι. Η πιθανότητα απομόνωσης του αιμόφιλου σε καλλιέργεια είναι μικρότερη αν έχει προηγηθεί χορήγηση αντιμικροβιακής θεραπείας ή η λήψη του δείγματος έγινε μετά την 3η εβδομάδα από την έναρξη της νόσου.

Ευαισθησία

Η ευαισθησία στη λοίμωξη είναι γενική σε μη εμβολιασθέντα άτομα. Ο δείκτης δευτερογενούς προσβολής φτάνει το 80% για επίνοσα άτομα που διαμένουν στον ίδιο χώρο με το κρούσμα. Αν και τα αντισώματα περνούν τον πλακούντα διαπλακουντιακή ανοσία δεν αποδεικνύεται σε βρέφη. Η επίπτωση είναι υψηλότερη σε παιδιά κάτω των 5 ετών εκτός από περιοχές όπου εφαρμόζονται αποτελεσματικά προγράμματα εμβολιασμού και παρατηρείται μετακίνηση της ηλικίας των επίνοσων στην εφηβεία. Κρούσματα με ήπια ή άτυπα συμπτώματα συμβαίνουν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. 

Υπάρχει υψηλότερη επίπτωση και θνησιμότητα σε γυναίκες. Η ανοσία μετά από φυσική νόσηση είναι συνήθως μακροχρόνια αν και σπανίως αναφέρεται ότι μπορεί να συμβεί επαναπροσβολή (κάποια από αυτά τα κρούσματα αποδίδονται σε λοίμωξη από B. parapertussis). 

Κρούσματα μπορεί να εμφανιστούν σε κανονικά εμβολιασμένους εφήβους και ενήλικες λόγω του ότι η ανοσία μετά από εμβολιασμό προοδευτικά εξασθενεί. Έτσι οι έφηβοι και ενήλικες αποτελούν πηγή λοίμωξης για ανεμβολίαστα βρέφη και παιδιά Στα βρέφη κάτω του ενός έτους που νόσησαν από κοκκύτη και ήταν δυνατός ο προσδιορισμός της πηγής της λοίμωξης, ως συχνότερη αναγνωρίστηκαν τα μέλη της ίδιας της οικογένειας (μητέρες 32%, κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας 43%).

Η αντιμετώπιση

Η κύρια θεραπεία είναι υποστηρικτική, χορηγούνται πολλά υγρά, μικρά και συχνά γεύματα, ενώ ως αντιμικροβιακή αγωγή συνιστάται ερυθρομικίνη για 14 ημέρες, κλαριθρομυκίνη για 7 ημέρες ή αζιθρομυκίνη για 5 ημέρες. Η αντιμικροβιακή αγωγή τροποποιεί την νόσο και μειώνει την μεταδοτικότητα εάν χορηγηθεί στο καταρροϊκό στάδιο. Τα βρέφη κάτω των 6 μηνών πρέπει να νοσηλεύονται.

Γιατί αυξάνονται τα κρούσματα;

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί αύξηση κρουσμάτων κοκκύτη σε χώρες με προηγουμένως χαμηλή επίπτωση της νόσου και υψηλή εμβολιαστική κάλυψη (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, μερικές χώρες της Ευρώπης), ειδικά μετά την χρήση του ακκυταρικού εμβολίου (2005). Σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ, τα κρούσματα κοκκύτη το 2012 ήταν αυξημένα σε σχέση με το 2011 έως και κατά 40%. Η αύξηση των κρουσμάτων οφείλεται στην σταδιακή μείωση της ανοσίας, στην όχι καλή αποτελεσματικότητα των εμβολίων, στην αυξημένη αναγνώριση και δήλωση κρουσμάτων, στις νέες διαγνωστικές δοκιμασίες (PCR- ευαισθησία 80-100%), στα ανθεκτικά στο τρέχον εμβόλιο στελέχη, καθώς και στην μη καλή στρατηγική εμβολιασμού (αντιεμβολιαστικό κίνημα), επισημαίνει η Κάσσου Νικολέτα-Χριστίνα, Παιδίατρος - Παιδιατρικό - Αναπληρώτρια Διευθύντρια, «Ευρωκλινική Παίδων».