«Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα…» κάτω απ' την πανσέληνο

«Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα…» κάτω απ' την πανσέληνο

Απέραντη ακόμη και εάν βρίσκει στεριά, με μια καρδιά που πάλλεται όπως τα κύματα –άλλοτε φουρτουνιασμένη παρασέρνοντας όσα βρίσκονται στην ακρογιαλιά, ενίοτε υπερπηδώντας βράχια και λιμάνια για να ξεθυμάνει, άλλοτε ήρεμη ώστε να κατευθύνει μια ρομαντική βαρκάδα– η θάλασσα είναι εκεί να αφουγκράζεται τα θέλω και τις αγωνίες μας. Άλλωστε, «βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή/ φωνή που μπαίνει/ μες στην καρδιά μας και την συγκινεί/ και την ευφραίνει». Καθώς, «τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει», η όψη της αρκεί, διότι: «σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,/ […] χαρά σε παίρνει/ και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά» (από το ποίημα «Φωνή απ’ την Θάλασσα» του Κ. Π. Καβάφη) οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, ειδεμή με τη δύση του ήλιου και το ξεμύτισμα της σελήνης.

Ανακαλώ το έργο του Βασίλη Πέρρου (γενν. 1981) με τίτλο «Η θάλασσα εντός μου ΙΙΙ» (2015), στο οποίο, με το άνοιγμα μίας βαλίτσας αποκαλύπτεται ένα θαλασσινό τοπίο που φωτίζεται από τη σελήνη. Η βαλίτσα είναι μεν στοιχείο της πραγματικότητας, αλλά δεν ξέρουμε τι θα αντικρίσουμε σαν ανοιχθεί και αποκαλυφθεί το περιεχόμενό της.

Λόγω της κατασκευής της –η βαλίτσα είναι ξύλινη, παλαιά και μικρή– θα έχει αναμφίβολα κάτι αναγκαίο και πολύτιμο, στην προκειμένη μία θάλασσα που φωτίζεται από το φως του ολόγιομου φεγγαριού. Υπό το φως του ηχεί ο ψιθυριστός παφλασμός των κυμάτων, μεταφέρεται η δροσούλα που έχει το νυχτερινό, θαλασσινό αεράκι παρασέρνοντας ως την ακρογιαλιά την αλμυρή μυρωδιά της θάλασσας, ενώ τα κύματα «φιλούν» με τρυφερότητα τα βραχάκια, σαν να μην θέλουν να τα ξυπνήσουν.

Θα μπορούσε ακόμη να λεχθεί ότι τα διάσπαρτα στη θάλασσα βραχάκια δημιουργούν ένα τρόπον τινά μονοπάτι κάτω από το φως του φεγγαριού· ενδεχομένως να οδηγεί κι εκεί, ή απλώς ο δημιουργός κατευθύνει το βλέμμα μας πέρα από το ορατό, ώστε να αναρωτηθούμε τι πολύτιμο δικό μας θα θέλαμε να έχουμε μαζί μας, σε μία νοητή βαλίτσα, οπουδήποτε και εάν βρισκόμαστε.

Βασίλης Πέρρος, «Η θάλασσα εντός μου ΙΙΙ» (2015)

Το φεγγάρι ενέχει σαγήνη, η πανσέληνος καλεί καθέναν μας να στρέψει το βλέμμα του στον ουρανό και να θαυμάσει την ομορφιά της – αν μη τι άλλο, το παρόν κείμενο γράφεται με αφορμή την πανσέληνο του Αυγούστου, που θα φωτίσει το νυχτερινό ουρανό στις 19 του μηνός. Όσοι όμως στρέφουν τον αμφιβληστροειδή στο δορυφόρο της Γης, το κάνουν κάθε βράδυ, καθώς και το μισοφέγγαρο έχει μία ιδιαίτερη επίσης γοητεία.

Ανασύρω από το αρχείο το έργο του ίδιου καλλιτέχνη με τίτλο «Τις νύχτες που έχουν το ελεύθερο οι αισθήσεις» (2017). Αυτή τη φορά τοποθετεί το σκηνικό μακριά από την ακρογιαλιά, με ορίζοντα ένα βραχώδες τοπίο, την ημισέλινο στο επάνω δεξιά μέρος της σύνθεσης, και στο κάτω αριστερά μία βάρκα δίχως κουπιά, παρά μόνο ένα μαξιλάρι και ένα σεντόνι που έχουν αποδοθεί «τσαλακωμένα», ώστε να προδίδουν την προηγηθείσα ένωση των σωμάτων. «Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά», ενώ «τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική», φυλάσσει στα βάθη της τους αρθρωμένους στίχους «Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα/ Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς/ Πώς λες ψιθυριστά το ''τι'' και το ''ε''» (από «Το Μονόγραμμα» του Οδυσσέα Ελύτη).

Βασίλης Πέρρος, «Τις νύχτες που έχουν το ελεύθερο οι αισθήσεις» (2017)

Ο συμβολισμός των βράχων ως κάτι σταθερό και αμετακίνητο που δύσκολα θα διαφύγει και ανιχνεύεται στο έργο «Η θάλασσα εντός μου ΙΙΙ» (2015) αποδίδεται –θα λέγαμε– στο έργο «Τις νύχτες που έχουν το ελεύθερο οι αισθήσεις» (2017) με την παρουσία της βάρκας· δεν είναι διακριτά ούτε τα κουπιά της ούτε η άγκυρά της, ωστόσο, η βάρκα κυβερνάται από τη σταθερότητα των συναισθημάτων και της θαλπωρής που προσφέρει η θάλασσα.

Με τη σειρά της (σ.σ η θάλασσα) γίνεται ένα με τον άνθρωπο, αλλά και ο άνθρωπος είναι σαν τη θάλασσα, καθώς έχει διακυμάνσεις, όπως και εκείνη. Όπως προαναφέραμε και όπως όλοι γνωρίζουμε, (σ.σ η θάλασσα) είναι ήρεμη αλλά και θυμώνει, σαγηνεύει τον αμφιβληστροειδή μας, είναι απέραντη, ενώ, ακόμη και εάν ανακαλύπτουμε έναν ακόμη βυθό της, μένουν αρκετοί ακόμη που δεν γνωρίζουμε. Ίσως γι’ αυτό να έχει την προσοχή μας και να έχει υμνηθεί από ποιητές, στιχουργούς και μουσικούς, έχοντας επίσης «ντύσει» τον καμβά πολλών Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, παλαιότερων και σύγχρονων.